Ελιά 4.000  ετών  στο Καραπολίτι                      

 

   Η   ΓΕΩΡΓΙΚΗ    ΠΑΡΑΓΩΓΗ   ΚΑΤΑ  ΤΗΝ   ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ            

              

                           ΕΛΙΕΣ   ΚΑΙ      ΛΑΔΙ…….. ΕΛΑΙΟΤΡΙΒΕΙΑ…

 

  

       Η  ελιά προϋπήρξε  του ανθρώπου, πολλές χιλιετίες. Ο άνθρωπος  τη βρήκε  και   σαν   αγριελιά,   και   σαν   ελιά.   Και   αμέσως   άρχισε   να εκμεταλλεύεται     τον καρπό της. Από  πολύ παλιά, χρησιμοποίησε το λάδι για φωτισμό, για την υγιεινή και την  καθαριότητα του σώματος, και  τέλος για φαγητό. Τουλάχιστον  5.000 χρόνια π.Χ. ήξερε  το  λάδι.

     Οι περισσότεροι   αγνοούν   ότι οι ποικιλίες ελιάς που καλλιεργούνταν στην αρχαία Ελλάδα ήταν ακριβώς αυτές που σήμερα χαρακτηρίζουμε «άγριες».  

      Η μυθολογία λέει πως όταν ο Ηρακλής ήταν στην Τροιζήνα   ακούμπησε το ρόπαλό του, από αγριελιά,  στο άγαλμα του Ερμή και κείνο βλάστησε, έβγαλε ρίζες και φύλλα. Κι όταν  το 156 μ.Χ. πήγε στην Τροιζήνα ο σπουδαίος περιηγητής Παυσανίας του έδειξαν μια αγριελιά κοντά στο άγαλμα του Ερμή και του είπαν πως αυτό ήταν το δέντρο που είχε φυτρώσει από το ρόπαλο του Ηρακλή.

 

       Για να βγάλει το λάδι, χρησιμοποίησε  κατά καιρούς, πολλούς  τρόπους.  Ένας τρόπος, ήταν ο ίδιος με αυτόν των  σταφυλιών: το πάτημα με τα  πόδια. Εφτιαχναν ένα «ληνό»  -   ένα λάκκο  σε πέτρα-, τις  έβρεχαν πολλές μέρες  με ζεστό νερό, και μετά τις πατούσαν.

        Το λάδι καθόταν στην επιφάνεια, και το μάζευαν με διάφορα  δοχεία. Ένας άλλος τρόπος να μαζέψουν   το   λάδι,   ήταν  ο  εξής: έκαναν  ένα  άνοιγμα  στο  πιο κατηφορικό σημείο του «ληνού». Έριχναν   καυτό  νερό,  και  το λάδι έτρεχε σε δοχεία . Αργότερα για να τις πατούν, φορούσαν ξύλινα παπούτσια. Και τις πατούσαν  τραγουδώντας  ένα ειδικό  τραγούδι. Μετά χρησιμοποίησαν μεγάλους  στρογγυλούς   λίθους, που τους κυλούσαν μέσα στο «ληνό».

       Αυτό  γινόταν και στην Τροιζηνία, όπου η ελιά και το λάδι ήταν γνωστό από τα πολύ παλιά χρόνια - Στο Καραπολίτι, στη Νερατζιά και αλλού  υπάρχουν σήμερα  ελαιόδεντρα  4.000  χρόνων, ενώ το Μόδι πήρε το όνομά   του  από τη μονάδα μέτρησης ελαιών, βάρους 650 κιλών.

     Ένα    τέτοιο     «ληνό», του   4.000 π.Χ.- τον παλιότερο    στην Ελλάδα  ανακάλυψε  στα Μέθανα το   1909, ο   Βαυαρός   αρχαιολόγος  και   γλωσσολόγος   Μιχαήλ   Δέφνερ. Τότε  έκανε    ανασκαφές   στη   χερσόνησο  και  εξέδωσε  αρχαιολογικές  μελέτες  με τον  τίτλο  «Εκθεσις  των   ανασκαφών  εν τη χερσονήσω των Μεθάνων»,     και « Περί ελαιουργίας και οινοποιίας παρά   τοις  αρχαίοις».  Το «ληνό αυτό κατασκευάστηκε  2.500 χρόνια πριν τον κατακλυσμό.

 

  

    Ληνό  Δέφνερ,   σχέδιο  Βασίλη Κουτουζή   και  πραγματικό εύρημα  που σήμερα υπάρχει  έξω από το Μουσείο του Πόρου

 

      Το «ληνό»  του Δέφνερ,  βρισκόταν  σε  υψόμετρο 70  μέτρα  από τη   θάλασσα. Είναι   μονόλιθος από  τραχείτη, -  που   υπάρχει   πλοίος    μόνο  στη   Σφαιρία-- μήκους 2,17μ, πλάτους Ι,20μ και ύψους 1,22 μ. Στο μέσο είχε μικρή ωοειδή  λεκάνη ,   και  αυλάκι από  όπου έτρεχε  το λάδι.

Πρόμοιο  λιτρίβι  πατητήρι έχει  βρεθεί και   σε αρχαία  αγροικία  στην  περιοχή  ΚΑΜΑΡΑ   Καλαυρίας  που  προστατεύεται   από  την  Αρχαιολογία.

     Τέτοια  «ληνά»   λαξευμένα  στους  βράχους,  ίδιας  εποχής  ή  και  παλιότερα, υπάρχουν στο Ανω Φανάρι, καθώς και οι πέτρες που πατούσαν τις ελιές. Αυτό ήταν ένα είδος μικρής βιοτεχνίας. Από κει   και  μετά  ο  τρόπος   παραγωγής  λαδιού   εξελισσόταν  συνεχώς.  Εκαναν   τις   πέτρες,  που έτριβαν, ρόδες, και τις  γύριζαν μ  ένα  οριζόντιο ξύλο, μετά τις   γύριζαν   με   ζώα, ώσπου φθάσαμε  στα  σημερινά μηχανικά   μέσα.  (Πάντως  σε πολλά λιτρίβια (2002) οι μυλόπετρες χρησιμοποιούνται   ακόμη.)  Και η  χρήση  του λαδιού  γινόταν  όλο  και ευρύτερη.

     Όπως δε,    μας   πληροφορεί    ο   Αριστοφάνης (452-385 π.Χ. )  στην    αρχαία   Αθήνα,   με     το λάδι,   έφτιαχναν   «εγκρίδες»,     τηγανίτες,  που τις πούλαγαν στο δρόμο. Εφτιαχναν επίσης και ένα είδος σκορδαλιάς, τον «μυττητό», με τυρί-μέλι-λάδι-σκόρδο.

  Σύμφωνα με την  αρχαιολόγο Μαρία Ντίνου (2008), το μεγαλύτερο μέρος των ανθράκων που βρέθηκαν στην Καλαυρία, κοντά στο ναό του Ποσειδώνα, προέρχεται από ελιές, πράγμα που υποδηλώνει την ύπαρξη αξιόλογων ελαιώνων κοντά στο ιερό.

    Αυτή η διαπίστωση  έρχεται να «δέσει» με τη λέξη Μόδιον, το σκεύος  μέτρησης  ελαιών που ισοδυναμούσε  με  650 κιλά, και από το οποίο  πήρε το όνομά της  η  γνωστή βραχονησίδα, στην οποία υπήρχε διαμετακομιστικό κέντρο.

 

     Οπως αναφέρεται  σε  "Οδηγό " προ του  1930, αλλά  και  στον  "ΟΔΗΓΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ"  έκδοση ΠΥΡΣΟΥ , 1930, τότε στον Πόρο    και το Γαλατά υπήρχαν τα  ακόλουθα λιτρίβια:

   Π. Βέτα,  Χαρ. Γρώμαν,  Σ. Κακουράτου, Αν.   Μαρίνου,   Δ.  Μωρόπουλου,  Ι. Σακελλαρίου, Γ.Κωστελένου,  Ι. Τομπάζη,  Β. Ανδρέου, Σ Πολλάλη,  Γ. Παλυβού, Μεν. Βεσσαλά, Να. Γερασίμου, Γ. Κωστελένου,  Γκ. Μάγειρα, Ε. Τσούκα  κα.

 

Βιομήχανοι    Τροιζηνίας   στις  αρχές  του  20ου  αιώνα

                       

                                         ΟΙ ΕΞΑΓΩΓΕΣ

 

       Το άλλο εξαγωγικό προϊόν του Πόρου ήταν το λάδι. Ο Jassaud αναφέρει ότι γινόταν εξαγωγή λαδιού στην Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη καθώς και στη Γαλλία -μέσω Αθηνών- και το Ηράκλειο της Κρήτης για σαπωνοποιΐα περί τους 1.000 τόνους ετησίως, αξίας 675.000 γαλλικών φράγκων.

        Η μεγάλη εμπορική δραστηριότητα των Ποριωτών έκανε τον E. Dodwell να τους θεωρεί πλούσιους και φιλόπονους εμπόρους αλλά αφιλόξενους και εχθρικούς προς τους ξένους (Edward Dodwell, Classical and topographical tour through Greece during the years 1801, 1805 and 1806, τ. 2, London 1819, βλ. επίσης Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1800-1810, Αθήνα, τ. Γ1, σελ. 175, όπου παρατίθενται επεξηγηματικά σχόλια για τη συμπεριφορά των Ποριωτών προς τον Άγγλο περιηγητή και τη συνοδεία του κατά την επίσκεψή τους στον Πόρο, το φθινόπωρο του 1805).

 

                                                 ΣΤΑΦΥΛΙΑ-ΚΡΑΣΙ-ΟΙΝΟΠΟΙΪΑ

 

       Από πολύ νωρίς  γνώριζαν  οι αρχαίοι  και το   κρασί. Αρχικά  έστυβαν  τα σταφύλια με τα χέρια, μέσα σε δοχεία, και  πολύ   αργότερα  προχώρησαν στο ληνό, για μαζικότερη παραγωγή. Ήταν μια άλλη βιοτεχνία. Η παλιότερη αναφορά  για τη χρήση  κρασιού στην Τροιζηνία, είναι εκείνη   κατά την οποία   ο  Πιτθέας ( 1260 π.Χ.)  μέθυσε τον  Αιγέα και τον πάντρεψε    με   την Αίθρα. Τα    περισσότερα  αμπέλια υπήρχαν   προς την πλευρά των Μεθάνων, καθώς επίσης και στην Καλαυρία. Σήμερα υπάρχει μικρή οινοποιϊα.

      Οι ανασκαφές  στο χώρο  του Ναού του Ποσειδώνα  στην Καλαυρία  από το Σουηδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο   απέδειξαν   στην περιοχή αυτή   καλλιεργούνταν   αμπέλια  κατά την αρχαιότητα   και  παραγόταν κρασί.  

 

ΜΕΛΙ-ΚΕΡΙ                                             

 

     Από πολύ νωρίς γνώριζαν  το μέλι  και το κερί. Η παλιότερη αναφορά μελιού   γίνεται   στο 1240,    π. Χ.  όταν η Αίθρα  πήγε  να προσφέρει   μέλι και κρασί στον τάφο  του Σφαίρου, στη Σφαιρία.

     Την  ίδια   εποχή   γνώριζαν   και  το κερί. Δεν το χρησιμοποιούσαν  όμως  για φωτισμό, αλλά   για κηρογραφίες   και άλλα.  Και φυσικά   δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε  η μελισσοκομία.

      Οι ανασκαφές  στο χώρο  του Ναού του Ποσειδώνα  στην Καλαυρία  από το Σουηδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο   απέδειξαν   στην περιοχή αυτή   παραγόταν μέλι  και  κερί.

     Σήμερα η μελισσοκομία στην Τροιζηνία   είναι  εμφανής.

 

                                              ΛΕΜΟΝΙΑ-ΕΣΠΕΡΙΔΟΕΙΔΗ

 

              Όπως  θετικά αναφέρεται , όλα τα εσπεριδοειδή,  μεταφέρθηκαν από τους Σταυροφόρους, τα    χρόνια 1000-1200 μ.Χ. από την κεντρική και  ανατολική Ασία, στην Ισπανία-Πορτογαλία, και από κει διαδόθηκαν σε άλλες χώρες.

       Κατά  μία, όμως,  βάσιμη εκδοχή, πρόκειται για τα χρυσά –κίτρινα- μήλα των Εσπερίδων  που έκλεψε ο Ηρακλής από την Τύνιδα και το Μαρόκο- όπου ζούσαν οι Εσπερίδες, κόρες  του  Ατλαντα- και τα έφερε  στο Αργος,  και στην Τροιζηνία , στο φίλο του Πιτθέα ( 1240 π.Χ).

              Μπορεί όμως να ισχύουν  και τα δύο:οι Σταυροφόροι  να έφεραν άλλες ποικιλίες. Γιατί  η Τυνησία και το Μαρόκο  είχαν και  έχουν  πάντα μεγάλη παραγωγή εσπεριδοειδών.

            Για  την  Τροιζηνία   αναφέρεται  ότι   πριν από το 1750  εκαλλιεργούντο  λεμονιές  στο Λεμονοδάσος, στο Δαμαλά, στη Φούσα και στη Βαγιονιά. Γύρω στα  1800  γίνονταν  εξαγωγές   στην Κωνσταντινούπολη  και αλλού. Για πολλά  χρόνια  οι λεμονιές  ήταν χρυσωρυχείο, αφού  το λεμόνι είχε   ιδιαίτερη  αξία και τιμή. Κατά την επιδημία του Δαγγείου  πυρετού χρησιμοποιήθηκε  σαν φάρμακο. Η αξία του  ήταν υψηλή  ως τα μεταπολεμικά  χρόνια, 1950-1960     και γίνονταν  μεγάλες εξαγωγές  στην  τότε Σοβιετική Ενωση, τη Γερμανία   και αλλού.  Βλέπε Λεμονοδάσος.    και Τομπάζης.

            Σήμερα  (2000)   η  λεμονοπαραγωγή   εγκαταλείπεται.

***   Σύμφωνα με  στοιχεία  του ιστοριοδίφη δικηγόρου  κ. Αντώνη Βιρβίλη,(ΑΡΓΟΣΑΡΩΝΙΚΟΣ Πρακτικά του Α' Συνεδρίου Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αργοσαρωνικού, Πόρος  τόμος Γ', Αθήνα 2008) το Λεμονοδάσος αποτελεί γνωστό τόπο παραγωγής λεμονιών από τα προεπαναστατικά χρόνια.

     Ο Jassaud το 1808 (ενθ. κατ. σελ. 74) αναφέρει ότι γίνονται εξαγωγές στην Πόλη, Σμύρνη και Θεσσαλονίκη.

      Η παραγωγή το 1828 ανερχόταν σε 8.000.000 κομμάτια δηλ. 1.800 περίπου τόνοι (Charles Colvillle Frankland, Travels etc, τ. 2, London 1829).

      Ο J. Hartley (ενθ. κατ. σελ. 314) κατά την επίσκεψή του στο Λεμονοδάσος to 1828, αναφέρει ότι ο φίλος του Κωνσταντής Λογοθέτης  Δουζίνας που τον συνόδευε, του είπε ότι πρέπει να υπάρχουν πάνω από 10.000 λεμονόδενδρα. Αλλά και ο Πόρος (στο νησί της Καλαυρίας) είχε εκτεταμένη λεμονοκαλλιέργεια.

     Ο Hartley δίδει την ακόλουθη περιγραφή «Μου έκαναν εντύπωση οι απίθανες ποσότητες λεμονοδένδρων. Καλύπτουν σχεδόν την πλαγιά του βουνού πίσω από το Μοναστήρι και το χρωματίζουν με τον κίτρινο καρπό του. Έκανε τέτοια εντύπωση το τοπίο στο σύντροφό μου [Κωνσταντή Λογοθέτη Δουζίνα] ώστε αναφώνησε “Σήμερα εισήλθαμε στον Παράδεισο!”» (ενθ. αν. σελ. 311).

     Ο Α. Τrant αναφέρει ότι από τον Πόρο εγένοντο εξαγωγές λεμονιών και πορτοκαλιών σε τεράστιες ποσότητες στην Κωνσταντινούπολη (Capt. Αbercromby Trant, Narrative of a journey through Greece in 1830, London 1830, σελ. 104).

    Για τα νεότερα χρόνια ο Μ. Μπούκας σημειώνει «Τα κυριότερα προϊόντα...εισί τα λεμόνια εξοδευόμενα εις καλλίστην τιμήν εις Τουρκίαν, Ρωσσίαν, εν μέρει δε εις Αυστρίαν και ο ζωμός αυτών εις Μεσσήνην Σικελίας, χρησιμεύων εις χρωματισμόν υφασμάτων όστις εξάγεται υπό των προ τινων ετών εγκατασταθέντων βιομηχανικών καταστημάτων, άτινα παράγωσι κιτρικόν οξύ» (Μ. Μπούκη, Οδηγός της Ελλάδος, Αθήναι 1875, σελ. 306).

      Παρ όλα αυτά παραμένει μυστήριο  ποιος, πόσος  και πού  ήταν, ο  " Λεμονώνας" του Πόρου,  το Εθνικό Δικαίωμα του οποίου "εβγαζε στη δημοπρασία" ο Οθωνας με το ΦΕΚ 10  1834.

 

ΤΑ  ΠΡΩΤΑ  ΜΑΝΤΑΡΙΝΙΑ   ΣΤΗΝ   ΤΡΟΙΖΗΝΙΑ

 

    

   Ο  Οθωνας  είχε εκδώσει  και  νόμο για τη φορολόγηση των λεμονιών Τροιζηνίας. Το νόμο αυτό μας έθεσε υπ όψη ο γνωστός Ποριώτης δικηγόρος και ιστοριοδίφης Αντώνης Βιρβίλης: (ΦΕΚ 6 1843)

 

          

                      

      ΤΑ ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΑ  ΤΗΣ  ΤΡΟΙΖΗΝΙΑΣ

 

                      Η  ΠΑΤΑΤΟΠΑΡΑΓΩΓΗ

 

      Για την αποσυμφόρηση της Αίγινας από του πρόσφυγες, μεταφέρει πολλές οικογένειες στα κτήματα της Απάθειας όπου ο Ιρλανδός φιλέλληνας  Μπένετ Στήβενσον,   κατά την περίοδο Απριλίου-Ιουλίου του 1828 προσπαθεί να καλλιεργήσει πατάτες και άλλα γεωργικά προϊόντα και να ιδρύσει μικρούς αγροτικούς συνοικισμούς (βλ. Const. A. Vakalopoulos, «Contribution of the Irish Philhellene Stevenson to the agricultural development of Greece», Balkan Studies 13 (1973), σελ. 129). Γενικά για τους πρόσφυγες κατά την περίοδο της Επανάστασης βλ. Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και προσφυγικόν ζήτημα κατά την Επανάστασιν του 1821, Θεσσαλονίκη 1939 και Κώστα Κόμη, «Προσφυγικές μετακινήσεις», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ. 3, Αθήνα 2004 σελ. 235.

 

                  ΔΗΜΗΤΡΙΑΚΑ- ΣΤΑΡΙ - ΚΡΙΘΑΡΙ – ΑΛΕΥΡΙ

  

                 Το στάρι  και  το   κριθάρι το γνώριζαν    στην Τροιζηνία- όπως και στο Φράγχθι  από το  6.000 π.Χ.  Σαφείς αναφορές  για  την  περιοχή  αυτή  δεν  υπάρχουν.  Ετσι  ακολουθούμε  όσα   συνέβαιναν  στην    ευρύτερη  περιοχή,   από  την  Τροιζήνα ,   ως  την    Ερμιόνη. Ο  τρόπος διαχωρισμού  δεν είναι γνωστός.   Πιθανολογείται   ότι  στην   αρχή για να  χωρίσει ο καρπός από  το άγανο  το   χτύπαγαν   με   ξύλο.   Ώσπου  φθάσαμε   στα   αλώνια   για  μαζικότερη  παραγωγή.

         Οσο   για   το   αλεύρι  - στην  αρχή  έτρωγαν  το στάρι άκοπο, βρασμένο – γνωρίζουμε ότι  από  aρχαιοτάτων  χρόνων  έτριβαν  το  στάρι   με  πέτρες , όπως   και  σήμερα,  αλλά με  διαφορετικούς  τρόπους.

         Πριν   προχωρήσουμε  στο « σήμερα», να πούμε  μερικά πράγματα για  τα «αλώνια». Τα  αλώνια  ήταν κυκλικοί  χώροι  στρωμένοι   με πλάκες, με ένα πάσαλο στη μέση,  γύρω  από τον οποίο  έτρεχαν  τα άλογα ή τα  μουλάρια, και πατούσαν  το στάρι  ή  το κριθάρι. Ετσι  γινόταν ένα μίγμα  άχυρου   και καρπού, που  ξεχώριζε  με το  λίχνισμα.

    Πετούσαν, δηλαδή, το μίγμα, με ειδικά   εργαλεία, τα δικριάνια, ή φτιάρια, ψηλά,    ο αέρας έπαιρνε το άχυρο μακρύτερα, και ο καρπός, σαν βαρύτερος, έπεφτε ακριβώς  από κάτω.

   Γι αυτό και τα αλώνια φτιάχνονταν σε σημεία  που τα έπιανε εύκολα ο αέρας.

   Σήμερα η παραγωγή  δημητριακών στην Τροιζηνία  είναι ελάχιστη.

           Αρχαιολόγος  της  Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς   σε συζήτησή μας παρατήρησε ότι  τα παλιά πέτρινα αλώνια, που αποτελούν   σοβαρό πολιτιστικό στοιχείο, χάνονται το ένα μετά το άλλο, κι ότι θα πρέπει κάτι να γίνει για να περισωθούν, αφού αντιπροσωπεύουν  μια ρομαντική  τελετουργία  της παλιάς εποχής.

 

   

   Σήμερα  8/2012 στην περιοχή του Καραπολιτιού σώζονται  τρία  αλώνια: του Τηλέμαχου Στ. Κουτουζή  που το αναπαλαίωσε το 2003,  του Παναγιώτη  Β. Κουτουζή  στα  όρια του κτήματος Κοντομηνά -Μ.Παύλου  και του  Γεώργου Κ. Κουτουζή, στην άκρη του κτήμκατος, πάνω από το  σπίτι Στρατίκη, και κάτω από τα παλιά σπίτια.

    Παλιότερα υπήρχαν αλώνια στου Κληροδοτάκου, στου Σακελλάρη, στου Γιάννη Β. Κουτουζή, στου Σαραντόπουλου και αλλού.

 

    Από το  σημείο  1 μπαίνει   ο αέρας, από το 2 βγαίνει.

      Μια  παλιά ασχολία των κατοίκων της Τροιζηνίας  ήταν και η παραγωγή ξυλοκάρβουνων, με τα λεγόμενα  καμίνια. Εύρισκαν  ένα  βαθουλωτό   σημείο   του εδάφους  στοίβαζαν   τα ξύλα  κωνικά - όπως  το σχέδιο- μετά έβαζαν  πάνω τους κλαδιά και   έπειτα  τα   σκέπαζαν  με χώμα,    αφήνοντας   μια τρύπα  στη βάση  και μία στην κορυφή. Μετά έβαζαν  φωτιά   από την τρύπα της   βάσης, κι ο   αέρας   που έμπαινε   από  κει, τη μετέδιδε   σε  όλα. Αυτά  σιγοκαίγονταν   ώσπου  γίνονταν   κάρβουνα. Τότε  τα έσβηναν  με   νερό,  τα άφηναν  να στεγνώσουν , και  τότε ήταν έτοιμα για χρήση.  

   Σήμερα, 2003, φτιάχνονται, κάθε άνοιξη, ένα  καμίνι στη Δάριζα  και δύο  προς την Τροιζήνα.                                                                   

 

          Η  κτηνοτροφία

 

·        Η   κτηνοτροφία   (προβατοτροφία – αιγοτροφία) άρχισε στην  Τροιζηνία  πολύ νωρίς. Και σ όλη τη διαδρομή της ιστορίας της περιοχής, έπαιζε  σημαίνοντα ρόλο για τη διατροφή  του πληθυσμού. 

      Οι ανασκαφές  στο χώρο  του Ναού του Ποσειδώνα  στην Καλαυρία  από το Σουηδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο   απέδειξαν   στην περιοχή αυτή    έβοσκαν πολυπληθή κοπάδια.

 

Μετά το 1821  άρχισε  να παίρνει επιχειρηματική   μορφή.  Ιδιαίτερα όταν άρχισαν  να καταφθάνουν  στην Τροιζηνία   ποιμένες με μεγάλα  κοπάδια,  από την Αρκαδία- ως το 1950.    

 

     

                      

    Βοσκός  στο τσελιγκάτο,  και μετακίνηση  των  κοπαδιών  στα  χειμαδιά (Φωτογραφίες  Λένα   Γουργιώτη)

 

          Από τα πολύ αρχαία χρόνια, το γάλα μαζί με το κρασί, αποτελούσε το  κύριο ποτό των αρχαίων Ελλήνων. Το έπιναν  κυρίως σκέτο. Πολλές φορές έβαζαν  και δυόσμο, πεύκο, θυμάρι ή μέλι. Το μέλι το χρησιμοποιούσαν στις σπονδές. Για επιδόρπιο  χρησιμοποιούσαν  τυρί με μέλι ή  γλυκά φρούτα όπως σύκα. Η λέξη τυρί  εμφανίστηκε  για πρώτη φορά γύρω στο 1200 π. Χ.  σε μια πήλινη πινακίδα, σε μυκηναϊκή  γραμμική γραφή Β.

       Το τυρί όπως ανάφερε στα κατάστιχά του  έμπορος των Διδύμων από το 1893-1917 είχε ανταλλακτική  αξία: " ...έλαβον και αφερό τηρή...δραχ...κλπ.."

       Γνωστά  από πολύ νωρίς  ήταν  και το γιαούρτι   και το βούτυρο, αλλά το δεύτερο δεν το χρησιμοποιούσαν πολύ γιατί   αφθονούσε το λάδι.

 

Σήμερα η κτηνοτροφία  είναι μειωμένη, αλλά υπαρκτή  στις Αδέρες  από διάφορους κτηνοτρόφους που έχουν μεγάλα κοπάδια.

 

                ΧΑΘΗΚΑΝ   ΟΙ  ΡΗΤΙΝΟ – ΣΥΛΛΕΚΤΕΣ

 

       Αλλοτε  στα τέλη  του   Οκτώβρη  τέλειωνε  και το μάζεμα  του ρετσινιού. Τώρα στην περιοχή του Πόρου  κανείς  δεν ασχολείται κι ας επιδοτείται  σημαντικά.

       Κατ' εξοχήν εκμεταλλεύσιμο προϊόν του δάσους είναι η ρητίνη ή το ρετσίνι και παλαιότερα ο φλοιός του πεύκου, που χρησίμευε για τη βαφή των διχτυών των  ψαράδων   - το λεγόμενο «πετίκι».  

        Η παραγωγική  διαδικασία γινόταν ουσιαστικά από εμπόρους που μεσολαβούσαν μεταξύ δασοϊδιοκτητών και ρητινοσυλλεκτών,  που εμφανίζονταν  ως εκμισθωτές στους πρώτους και ως μισθωτές στους δεύτερους. Το μίσθωμα ονομαζόταν «κεσίμι» ή «γκεσέμι» και οι συμφωνίες γίνονταν προφορικά στα καφενεία και τις ταβέρνες.

        Η περίοδος ρητινοσυλλογής οριζόταν από τα μέσα περίπου του Απριλίου και τελείωνε στα τέλη Οκτωβρίου. Αρχικά κόβονταν τα χαμηλό κλαριά των δέντρων και καθαριζόταν ο περιμετρικός χώρος των -- πεύκων που θα ρητινεύονταν. Ύστερα ακολουθούσε το πελέκημα των πεύκων. Ο ρετσινάς πελεκούσε το πεύκο μ' ένα σκεπάρνι, κάνοντας στο κάτω μέρος του κορμού μια κάθετη αποφλοίωση 5-8 εκατοστών. Στη βάση της κοπής αυτής σφήνωνε ένα σιδερένιο κύπελλο, και εκεί  έσταζε το δάκρυ. Την επόμενη χρονιά  όταν  πελεκούσαν τα πεύκα, ξεκινούσαν από την κορυφή της παλαιάς αποφλοίωσης προς τα   πάνω.

 

     

       Κάθε  15 με 20 μέρες ο ρετσινάς αφαιρούσε τη συγκεντρωμένη ποσότητα από το κουτάκι και το έβαζε σ' ένα δοχείο. Έπειτα, το ρετσίνι  μαζευόταν  σε ειδικούς  χώρους τα «σπιθάρια»   για  να πουληθεί.

     Σήμερα (2005)  ρετσίνι μαζεύουν  στην περιοχή της Αργολιδο- Κορινθίας. Στην Τροιζηνία έχει μάλλον καταργηθεί παρά τις επιδοτήσεις που προσφέρονται.

 

Αυτή η έρευνα  μελέτη αναδημοσιεύεται

***  Για τη γεωργική παραγωγή  και την ελιά   από  την  http://www.geocities.com     

 

Βλέπε και  οικονομική  ζωή Τροιζηνίας

 

© ΤΡΟΙΖΗΝΙΑ- KOUTOUZIS.GR  Αναδημοσίευση  επιτρέπεται μόνο με αναφορά στην πηγή  www.koutouzis.gr .

 

Αρχή σελίδας

 

  ΚΕΝΤΡΙΚΗ  ΣΕΛΙΔΑ