Αληθινές ιστορίες

 

                Ενας ...έρωτας  από  το τηλέφωνο…

 

  

 

  Η  Καίτη  ήταν γραμματέας σ ένα  μεγάλο δικηγορικό  γραφείο. Ηταν  περίπου 26 χρόνων, λεπτή, κάπως ψηλή,  με αφράτο σώμα, με πρόσωπο σαν βελούδο. Μελαχρινή με  μαλλιά σαν έβενο, μαζεμένα  αριστοκρατικά, με μάτια πράσινα, και δυο χείλια που πετούσαν φλόγες……

       Ηταν  μια κοπέλα από την οποία  πολλοί   γοητεύονταν αμέσως, και επεδίωκαν  να πιάσουν  γνωριμία  μαζί της  και   ότι ήθελε  προκύψει….

       Όμως εκείνη  δεν ήταν  από τις κοπέλες που υποκύπτουν  στην πρώτη ενδιαφέρουσα πρόταση. Ούτε καν έδινε σημασία  στις προτάσεις που της γίνονταν.  Ηθελε  να  διαλέξει εκείνη τον  άντρα  που  θα δημιουργούσε σχέσεις, κι αυτός θάπρεπε να μιλήσει στο είναι  της  με ξεχωριστό  τρόπο,  «να της χτυπήσει  το καμπανάκι μέσα στην καρδιά της», όπως έλεγε….

       Ακόμα  και οι φιλίες της  με τους άντρες ήταν περιορισμένες. Φιλίες είχε με μας  που εργαζόμασταν  σε γραφεία δίπλα από το  δικό της. Και ήταν  σπίτι-γραφείο, γραφείο σπίτι. Για διασκέδαση έβγαινε με  τα αδέρφια της. Ούτε και με μας, και πολύ περισσότερο  ούτε  με τον Κυριάκο, έναν όμορφο νέο που είχε ναυτικό γραφείο δίπλα στο δικό της, και που ήταν  ερωτευμένος μαζί  της.

      Και τι δεν  είχε  κάνει  ο άμοιρος  για να την κατακτήσει. Τι δεν της είχε πει…. Όμως εκείνη  ήταν στερεότυπη:

-          Σ εκτιμώ, αλλά άμα  δεν ακούσω το καμπανάκι, δεν τρέχει τίποτα, τούλεγε. 

      Αυτή   η ιστορία ήταν  γνωστή σ όλους  εκεί γύρω. Και  συχνά  την παροτρύναμε   να τα φτιάξει  μαζί του,   αφού ο Κυριάκος  ήταν όμορφο  παιδί, οικονομικά ανεξάρτητο και πάνω απ όλα  την αγαπούσε…..

-          Περιμένω το κάτι άλλο,  έλεγε…..

 

      Τότε ήταν που το αποφάσισα  να της δημιουργήσω το κάτι άλλο.

        Την  πήρα, λοιπόν, μια μέρα στο τηλέφωνο από το γραφείο μου και ζήτησα τον κ.  Δημητριάδη,  άτομο  που  φυσικά  δεν υπήρχε  εκεί.  Εκείνη   δεν είχε ποτέ ακούσει τη φωνή μου στο τηλέφωνο  και δε με γνώρισε. Ετσι απάντησε:

      -  Κάποιο  λάθος κάνετε,  δεν υπάρχει Δημητριάδης  σ αυτό  το νούμερο…. Τι  αριθμό πήρατε;

        Τις είπα  το  νούμερο  και συνέχισε:

     - Αυτό  είναι αλλά δεν υπάρχει Δημητριάδης, μάλλον σας έχουν δώσει   λάθος  αριθμό….

     -  Κρίμα!  της απάντησα εγώ. Πολύ  κρίμα…

     - Γιατί  κρίμα;

     - Γιατί έχετε  μια πολύ γοητευτική φωνή, που θα μπορούσα να την ακούω  συχνά, χωρίς  να σας  ενοχλώ ιδιαίτερα, όταν  θα πρόκειται να επικοινωνήσω με τον κ. Δημητριάδη…..

    -  Ελάτε  τώρα….τα παραλέτε……

    - Ειλικρινά  όχι. Γι αυτό  είπα κρίμα…. Γιατί δεν είναι το γραφείο  του κ. Δημητριάδη….

    Φαίνεται  πως αυτό  ήταν. Το καμπανάκι είχε  χτυπήσει  στην καρδιά  της Καίτης μαζί  με το κουδούνι  του  τηλεφώνου:

-          Όχι  και κρίμα… Φαινόσαστε  πολύ ευγενικός…. Μιλάτε ωραία….Ξέρω γω,  κρίμα  θάναι να μην  ξανατηλεφωνήσετε……

-          Θέλετε  να ξανατηλεφωνήσω…..

-          Γιατί όχι, κακό  είναι;

-          Όχι βέβαια, πολύ ευχάριστο.

-          Τότε  θα περιμένω, απάντησε η Καίτη με  πολλή χαρά, και  κλείσαμε  το τηλέφωνο.

 

    Σχεδόν αμέσως  πετάχτηκε  στο γραφείο μου  ενθουσιασμένη.

-          Να σου πω τι συνέβη  δε θα πιστέψεις, μου είπε. Με πήρε  κάποιος στο τηλέφωνο, κούκλος….

-          Τον ξέρεις;  τη ρώτησα  δήθεν  αδιάφορα εγώ.

-          Όχι…

-          Τότε πως ξέρεις  ότι είναι κούκλος;

-          Να, από  τη φωνή του, απάντησε σκεπτική εκείνη, έχει μια γοητευτική φωνή…

-          Καίτη  σύνελθε, από τη φωνή;

-          Ναι από τη  φωνή, έχει μια  φωνή, μίλησε  στην  καρδιά μου….

-          Σώπα  τώρα…. Μήπως σου κάνουν  πλάκα…

-          Καλέ τι πλάκα;… έκανε  λάθος ο άνθρωπος, αλλά ήθελε να μου ξαναμιλήσει  και του είπα  να με ξαναπάρει….

 

    Όταν έφυγε η Καίτη σκέφτηκα  τι μπορεί να συμβεί ξαφνικά  σ έναν  άνθρωπο. Αλλά παράλληλα  υπολόγισα όταν ήταν μια εντύπωση   που θα της περνούσε.

 

    Είχαν  περάσει  τέσσερις  μέρες  όταν η Καίτη ξαναμπήκε  στο γραφείο  μου στενοχωρημένη.

-          Τι έχεις, τη ρώτησα.

-          Να,  δε με ξαναπήρε…..

-          Σιγά  τώρα, ένα ανόητο  τηλεφώνημα…

-          Σε παρακαλώ,  δεν ήταν καθόλου ανόητο…..

-          Μα είσαι  στα καλά σου;   ούτε τον είδες, ούτε τον ξέρεις…..

-          Δεν έχει σημασία,  μου  μίλησε μέσα μου η φωνή του, η ψυχή του… Θα στενοχωρηθώ πολύ αν δε με ξαναπάρει….

Λές να μέχει καταλάβει και να το «παίζει»; Σκέφτηκα. Αλλά το απέκλεισα.

   Φαίνεται πως η Καίτη είχε δαγκώσει  τη…λαμαρίνα  από τηλεφώνου. Και ποιος ξέρει τι είχε πλάσει μέσα στο όμορφο κεφάλι της. Πιστεύοντας  ότι ήταν ένας ενθουσιασμός που θα περνούσε  την ξαναπήρα  ως άγνωστος Χ.

    Μόνο  που δε μου έβαλε τις φωνές. Με μάλωσε που άργησα να την πάρω, πως περίμενε με αγωνία, πως φοβήθηκε  μήπως έπαθα τίποτα, αφού της το είχε υποσχεθεί και  πολλά  άλλα, για να καταλήξουμε σε μια  τρυφερή τηλεφωνική  συνομιλία, όπου  έμαθε  και το υποτιθέμενο  όνομά   μου: Νίκος Γιαννούκουλος…..

 

   Αυτές οι συνομιλίες, που γίνονταν  όλο και πιο συναισθηματικές,  για να μην πω ερωτικές, συνεχίστηκαν  για πολλές μέρες. Μετά από κάθε τηλεφώνημα, η Καίτη ερχόταν και μούλεγε  τα «νεότερα», κι ήταν όλο και πιο  ερωτευμένη με τον άγνωστο Νίκο Γιαννούκουλο.  Τον οποίο, πλέον, ήθελε να γνωρίσει από κοντά.

      Στο μεταξύ αυτή η ιστορία  είχε απογοητεύσει  και αποσυντονίσει  πλήρως τον Κυριάκο, που είπαμε  ότι την αγαπούσε.

      Εγώ αντί να το διασκεδάζω, άρχισα να στενοχωριέμαι, γιατί δεν ήξερα που θα πάει αυτή ιστορία. Κι έψαχνα στο μυαλό μου να βρω έναν τρόπο  να λήξει. Αλλά πώς;

     Ηξερα κι άλλες  περιπτώσεις που είχαν δημιουργηθεί  συμπάθειες και έρωτες από το τηλέφωνο, μερικές είχαν  λήξει  άδοξα, κι  άλλες  είχαν οδηγηθεί σε αίσιο τέλος. Αλλά εδώ τι γινόταν που το «πρόσωπο» ήταν ανύπαρκτο;  Εγώ δεν ήμουν «ο Νίκος», κι αν μπορούμε να ξεπεραστεί το όνομα, δεν μπορούσε να ξεπεραστεί το ότι ήμουν παντρεμένος.

 

   Την ευκαιρία, αφού  είχε περάσει  ένας μήνας, μου  την έδωσε  η  ίδια:

-          Πρέπει, τέλος πάντων, να σε δω από κοντά. Πιο λόγο έχεις να μη θέλεις,  μου  είπε σε μια τηλεφωνική συνομιλία. Είναι δυνατόν να αγαπάς κάποιον  και να μην τον βλέπεις;…..

Τότε  μου ήρθε  στο μυαλό μια ιδέα και της  απάντησα:

-          Εχεις δίκιο, σ αγαπώ κι εγώ, αλλά δε θάθελα να απογοητευθείς  όταν με δεις…

-          Γιατί τι  έχεις; Είσαι άσχημος; Δε με νοιάζει; Εμένα με ενδιαφέρουν άλλα χαρίσματα, που πιστεύω πως έχεις….

-          Κάτι  χειρότερο….

-          Τι δηλαδή;

       Δεν  ξέρω πως μούρθε αλλά της είπα:

     -  Κοίταξε,  …δεν ήθελα να το πω…. μου λείπει  το αριστερό μου χέρι……

        Τότε  η Καίτη σοκαρίστηκε, έκλεισε το τηλέφωνο κι έτρεξε σε μένα κλαίγοντας με λυγμούς.

      Είδα κι έπαθα να τη συνεφέρω λίγο. Καταριόταν τη μοίρα της, την τύχη της, όλα.

      Όταν την είδα  πιο ήρεμη, και πιστεύοντας  ότι έτσι θα ηρεμούσε  ολοκληρωτικά, αποφάσισα  να της πω όλη  την αλήθεια.

     Τότε  θύμωσε κι έφυγε τρέχοντας από το γραφείο μου. Θύμωσε με μένα, αλλά τουλάχιστον η ερωτική απογοήτευση  είχε  λήξει.

      Μετά  από αυτό  μούκοψε   την «καλημέρα». Και μαζί μαυτήν και ο Κυριάκος  που το θεώρησε  πολύ άπρεπο. Και  που προσπάθησε να την   «παρηγορήσει», αλλά  χωρίς αποτέλεσμα.

     Εκαναν μήνες  να μου μιλήσουν και οι δυο τους. Εκαναν παρέα, τάλεγαν, αλλά τίποτα περισσότερο. Ο Κυριάκος ήταν πάντα ερωτευμένος με την Καίτη, και η Καίτη με την άγνωστη-γνωστή φωνή.

      Τελικά η Καίτη παντρεύτηκε κάποιο πλούσιο που  της  προξένεψαν  και ο Κυριάκος μια  κοπέλα από το χωριό  του.

                                                                                     ΒΑΣΙΛΗΣ  ΠΑΝ. ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ

 

 

   Κεντρική  σελίδα