Προσαρτημένο  στο  http://www.koutouzis.gr/trizinia.htm

 

             Ο  Γιώργος  ο  Ταπεινός

 

           Σε  άλλες  σελίδες   κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναφορά στο  Γιώργο Ταπεινό, τον  «όμορφο» εκείνο τύπο του Πόρου..

           Ο Γιώργος φαίνεται και στη φωτογραφία που έχουμε ανακαλύψει και «ακινητοποιήσει» από την ελληνική  ταινία του 1956 “το κορίτσι με τα μαύρα. Και όπως έχουμε σχολιάσει,  ο Γιώργος Ταπεινός ήταν  σίγουρα  «Ο άνθρωπος που έβλεπε τα πλοία να περνούν», όπως και ο τίτλος του βιβλίου του Γιώργου Καλού. Η διαφορά του με μας, τους άλλους παρατηρητές των πλοίων, είναι ότι  ο Γιώργος ο Ταπεινός μόνο αυτό έκανε στη ζωή του: έβλεπε  -και στο μυαλό του… επέβλεπε-  τα πλοία να περνούν, κάθε μέρα, από την Κολώνα του Πόρου, δηλαδή την προκυμαία του νησιού.

        Ο Γιώργος ο Ταπεινός είναι υπαρκτό πρόσωπο. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε,-  μάλλον ενέπνευσε-  τον Αρι  Αντάνη να του αφιερώσει κάποιες από τις πρώτες σελίδες του νέου βιβλίου του , που μόλις κυκλοφόρησε, με το γενικό τίτλο «Αγάπη», και υπότιτλο «Μυστήρια, Μυστικά και Εκμυστηρεύσεις» και περιλαμβάνει 15 αποκαλυπτικά αφηγήματα από τον Πόρο και την Τροιζηνία.

        Δείτε τι γράφει ο Αρις Αντάνης για το Γιώργο Ταπεινό:

 

              Η ΜΙΚΡΗ, ΑΓΝΩΣΤΗ ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

             ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ

                                                                                      (Διήγημα του Άρι Αντάνη)

 

-ΔώσεΚαλΈναΔίφραγκοΝαΠάρωΜι’Ασπιρίνη....

ΔώσεΈναΔίφραγκοΚαλέΤσιγκούνηςΕίσαι;ΕίσαιΚαλόΠαιδίΕσύ...Ασπιρίνη;

            Κατάλαβα αμέσως ποιός ήταν και τι…ήθελε. Με τέτοια φωνή, βραχνή, με τις συλλαβές να μη ξεχωρίζουνε στις λέξεις, τις λέξεις να μη ξεχωρίζουνε στις φράσεις και τις φράσεις να επαναλαμβάνονται δυο και τρεις φορές, μόνο ένας ακουγόταν να μιλάει σε όλο το νησί. Ο… ίδιος! Ο απαράλλαχτος. Και ο μοναδικός.

           

            Χωμένος και χαμένος στις σκέψεις μου, εκεί στο καφενείο, απολάμβανα, μαζί με το γλυκύ βραστό, το πιο μαγευτικό ηλιοβασίλεμα της Μεσογείου(!) -σ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας την ίδια φράση ακούς από τους ντόπιους, ε! να μη την πω κι εγώ, που είναι...και  αλήθεια!

            Το ηλιοβασίλεμα στον Πόρο συντελείται με έναν αργόσυρτο μυστικιστικό και άκρως ερωτικό τρόπο, λόγω της ιδιομορφίας του τοπίου.  Ο Ήλιος πάει και πέφτει, νωχελικά  και δισταχτικά, θα έλεγες, πίσω από την οροσειρά «Κοιμωμένη». Λες και τη φλερτάρει κάθε δειλινό. Δεν γίνεται να μη την περιγράψω αυτή την Κοιμωμένη. (Αν τα καταφέρω!...)

            Πρόκειται για μια γιγάντια γυναίκα, που φαντάζει πανέμορφη από μακριά και, όπως είναι ξαπλωμένη ανάσκελα, βλέπεις ένα πρόσωπο με την ελληνική κατατομή, μύτη, πηγούνι, παρειές και τα μαλλιά λυτά, βλέπεις ένα μακρύ λαιμό, βλέπεις το στήθος το στητό, κοιλιά και λυγισμένα γόνατα και τα μακριά της πόδια,  από κει και κάτω, να κρύβονται, λες, σ’ ένα σεντόνι. Αυτή τη φόρμα παίρνουν τα βουνά, σχηματίζουνε την οροσειρά της «Κοιμωμένης» και εμπνέουν τη φαντασία μας. Έτσι χαιρόμαστε το λιόγερμα, εμείς οι τυχεροί, από τα σπίτια, τα καφενεία, την προκυμαία, απ’ όπου κι αν βρισκόμαστε.     

            Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που… δεν τα βλέπουν. Κι ούτε βλέπουν, πως κάθε Αύγουστο, ο Ήλιος πάει και πέφτει ακριβώς πίσω από το στήθος τής «Κοιμωμένης». Κι ούτε έχουν την υπομονή να δώσουνε ενός λεπτού σιγή, για να χαρούνε αμίλητοι αυτό τον Ήλιο, καθώς μεταμορφώνεται σε μια πελώρια πορφυρή θηλή, λίγο πριν χαθεί και πριν χωθεί κι αυτός, μες τις δικές του...σκέψεις....

-ΔίφραγκοΑσπιρίνηΚαλεΣύ;ΚαλόΠαιδί....Ξαναμίλησε η βραχνή φωνή, ανυπόμονα. Γύρισα.

            Χαμόγελο ασύμμετρο, σε στόμα απύθμενο και  φαίνονται τα 3-4 δόντια πού ’χουνε απομείνει όλα κι’ όλα, κι εκείνα μαύρα και στραβά, κεφάλι τεράστιο και γερτό απ’ τη μια πλευρά, σαν να μην άντεχε ο λαιμός το βάρος του, ένα βάρος που λες και γίνεται τριπλάσιο από το πηλίκιο που φοράει, με την κορώνα του ναυτικού να λάμπει από γυαλάδα, ώμοι σκυφτοί, σακάκι σταυρωτό, τριμμένο και πολυκαιρισμένο, γραβάτα αρχαιολογία, αλλά πεντακάθαρη, όπως και το κατάλευκο πουκάμισο, που του φοράει κάθε μέρα η μάννα η έρημη και τον περιποιείται, νά’ ναι καθαρός, γιατί στην αγορά που τριγυρνάει λερώνεται.

            Στο παντελόνι το φαρδύ, εκτός απ’ τις τιράντες περνάει και μια ζώνη για να το συγκρατεί. Τρεις χωράνε μέσα. Ο Γιώργος ο Ταπεινός, ο ίδιος που σας έλεγα. Αυτοπροσώπως.

-Έχεις...πονοκέφαλο; Τον ρώτησα χαμογελώντας.

            Κούνησε το κεφάλι του. Ούτε ναι, ούτε όχι. Ούτε ψέμα, ούτε αλήθεια. Γέλιο.

-Κάτσε, του λέω, να σε κεράσω εγώ μια... ασπιρίνη.

            Παραγγέλνω δύο ούζα. Το ένα για μένα... υποτίθεται.

-Τσιγαράκι; με ρωτάει. Έχειςτσιγαράκι;ΚαλόΠαιδίΕσύ...Έχεις;

            Αν τόλμαγα ας μην είχα. Αυτόματα θα έχανα όλη την εκτίμηση που μου είχε, όλη τη συμπάθεια, όλο το θάρρος. Κι αυτό δεν το ήθελα. Από το Γιώργο τον Ταπεινό, δεν το ήθελα. Ήταν σαν να τον χρειαζόμουνα κι εγώ, να μ’ εκτιμάει και να μού’ χει εμπιστοσύνη.

            Ποιός ξέρει τι κουβάλαγα κι εγώ από παιδί, μες την ψυχή μου! Και τώρα κουβαλάω πάντα ένα πακέτο τσιγάρα στο χαρτοφύλακα, κι ας μην καπνίζω! Με είχε επηρεάσει, βέβαια, και ο Ζορμπάς του Καζαντζάκη. Πρέπει να το παραδεχτώ. Η σκηνή στο νεκροταφείο. Ο χαζός τσοπάνος που ζητάει τσιγάρο από το συγγραφέα. Εκείνος δεν καπνίζει και κάνει να του δώσει λεφτά. «Για ποιόν με πέρασες;». Πυρ και μανία ο τσοπάνος. « Δεν είσαι άνθρωπος εσύ. Είσαι ένα τίποτα. Δεν μπορείς να μου δώσεις ένα τσιγάρο. Τι να τα κάνω τα λεφτά σου; Έχω ψωμί, ελιές, κρεμμύδι, τα έχω όλα. Δεν έχεις ΤΙΠΟΤΑ να μου δώσεις. Είσαι ένα τίποτα, ένα ΜΗΔΕΝ... » Κάπως έτσι, δηλαδή. Το νόημα, όπως το θυμάμαι. Δεν θέλω να αντιγράψω.

            Έβγαλα, γρήγορα-γρήγορα, ένα πακέτο και του πρόσφερα τσιγάρο. Πήρε δύο. Το ένα το’ βαλε στ’ αφτί. Για μετά. Να μη ξαναζητήσει για λίγη ώρα. Δύο, αλλά όχι παραπάνω. Ποτέ τρία. Μια φορά του αγόρασα πακέτο. Λάθος αδιόρθωτο. Με πρόσβαλε. Μου το πέταξε πάνω στο τραπέζι κι έφυγε. Το τσιγάρο δεν είναι κάπνισμα, για το Γιώργο. Είναι σύμβολο, επαφή, επικοινωνία, κοινωνική εκδήλωση, λόγος για παρέα, αφορμή για κουβέντα, είναι προσφορά, δεν είναι ελεημοσύνη. Για το Γιώργο. Τον Ταπεινό. Να μη σου πω ότι σου κάνει χάρη όταν σε διαλέγει να του δώσεις το τσιγάρο. Το ίδιο και  «φωτιά».

-ΈχειςΦωτιάΚαλόΠαιδί;ΦωτιάΦωτιά;

            Τα σπίρτα  που δεν ανάβουν με την πρώτη. Διαδικασία να ανάψεις το τσιγάρο. Κι άμα φυσάει το αεράκι, οι άνθρωποι έρχονται κοντά, ακουμπάει ο ένας τον άλλο. Άγγιγμα της ψυχής, μέχρι να ’ρθουν τα ούζα. Διαδικασία. Διαδικασία. Τα ούζα. (Για δες που κόλλησα κι εγώ την...επανάληψη!).

-Πώς πάνε οι δουλειές; Πώς πάνε; ρωτάω το Γιώργο.

-ΚαλάΠάνεΚαλάΠάνεΕγώΣφυρίζωΔενΜ’ακούνΣφυρίζωΤίποταΑυτοίΚαλάΠάνε..

            Αυτός σφυρίζει. Χμ! Κι αυτοί δεν τον ακούνε. Είναι απείθαρχοι. Του δυσκολεύουνε το έργο. Του κεφαλιού τους κάνουνε. Τον κουράζουνε...

-Ρε Γιώργη, πού ειν’ σφυρίχτρα σου; Τι την έκανες; Γιατί δεν την έχεις κρεμασμένη στο λαιμό;

Την έχασες; Μπας και δεν σφυρίζεις πια για τα καράβια; Τον κέντρισα λίγο. Αν δεν σφυρίξει θα πεθάνει. (Ή θα... έχει πεθάνει!).

-ΜουΤηνΚόψανεΤηνΚόψανε.ΤώραΣτηνΤσέπη.ΔεντηνβγάζωΘαΜουΤηνΠάρουνεΝΑ’ΤΗ!

            Μου έδειξε τη σφυρίχτρα του. Ανατρίχιασα. Τόση εμπιστοσύνη μου είχε. Κι ένιωσα και τύψεις. Μικρός, τον πείραζα κι εγώ. Όπως όλοι, βέβαια. Τον πείραζα, αφού το κάνανε όλοι και γελάγανε, εκεί στα καφενεία, στην παραλία, στο δρόμο, όπου κι αν φαινόταν τον πειράζανε. Και τον κάνανε να βρίζει, να βλαστημάει. Και τόνε πείραζα κι εγώ. Αλλά δεν με έβριζε. Εμένα δεν με έβριζε, ούτε βλαστήμαγε:

-ΘαΤοΠωΤουΠατέραΣου, μου ’λεγε μόνο.

-Του ΠατέραΣουΤουΠατέραΣουΘαΤοΠωΘαΔείς.

            Ο πατέρας μου ήταν φίλος του. Τον κέρναγε ουζάκι και τσιγάρο. Είχε από κείνα τα «πλακέ» πακέτα, με τα άφιλτρα τσιγάρα και από κείνα του έδινε και του Γιώργου. Εκεί δε, στο πίσω μέρος του πακέτου, κάπου-κάπου ο πατέρας έκανε και κάτι λογαριασμούς και μόλις άδειαζε, ο Ταπεινός του το άρπαζε. Ήθελε να δείχνει ότι εκείνος είχε κάνει τους λογαριασμούς... Ακριβώς το ίδιο, όπως και σήμερα. Σου παίρνουν την ιδέα και την περνούν δικιά τους. Είναι… έξυπνοι; Όχι δα. Είναι οι εκ προμελέτης... εξυπνάκηδες. Δευτεροχέρηδες τους λέω εγώ. Άλλο ο Γιώργος, ο καημένος! Άλλο αυτός... καταλαβαίνετε, δηλαδή...

-ΤώραΘαΦύγωΕχωΔουλειάΔουλειάΘάρθειΤοΚαράβιΤοΚαράβι... μου πέταξε βιαστικά, μόλις κατέβασε και τα δύο ούζα που είχα παραγγείλει και κατάπιε κι όλο το μεζέ, τη σαρδελίτσα, την κοπανιστή, λίγη ντομάτα, το αγγουράκι και το σαλαμάκι.

-Καλά, ρε Γιώργη. Πρώτα  η δουλειά. Στο καλό. Θα τα ξαναπούμε.

            Σηκώθηκε, γρήγορα - γρήγορα και μια και δυο, το ’βαλε για την προκυμαία. Πώς διάλο ήξερε την ώρα, ακόμα αναρωτιέμαι. Το τεράστιο ρολόι του, μια παλιά καραβάνα, ποτέ δεν δούλευε. Έτσι, για φιγούρα το φορούσε. Αλλά κι αν δούλευε, μήπως ήξερε να το διαβάσει; Μα και δεν ρώταγε ποτέ κανένα να του πει τι ώρα είναι! Λες και το μύριζε το πλοίο στον αέρα, μόλις μπουκάριζε στο μπουγάζι, όταν ερχόταν από Πειραιά ή στα Τσελεβίνια, από την Ύδρα. Και...να!...άκου τον...σφυρίζει...

            Τώρα σφυρίζει την πρώτη σφυριξιά, όπως στα θέατρα, που χτυπάει το πρώτο το κουδούνι. Το πλοίο φάνηκε, ετοιμασθείτε. Πληρώστε τους καφέδες, μαζέψτε τα μπαγκάζια σας, βγάλτε τα εισιτήρια οι αμελείς, χαιρετήστε οι συγγενείς, φιληθείτε οι ερωτευμένοι, δώστε τα χέρια, τις ευχές καλό ταξίδι. Άντε σηκωθείτε πια, σιγά-σιγά, «το πλοίο θα αναχωρήσει αμέσως».

            Στο δεύτερο το σφύριγμα του Γιώργου του Ταπεινού, όσοι είναι να ταξιδέψουν, έχουν πληρώσει και κατά δεκάδες πλησιάζουν πια στο ντόκο. Τόση ώρα δεν χρειάστηκε να σταθούνε στην ουρά. Περιμένανε το σφύριγμα του Γιώργου. Τώρα είναι έτοιμοι να μπουν. Μόλις προσεγγίζει το καράβι. Έχουνε κάνα - δυο λεπτά ακόμα στη διάθεσή τους. Ο Γιώργος τους κοιτάει και δεν μιλάει. Κι εκείνοι, αντί να πούνε ένα ευχαριστώ, σκέφτονται να διασκεδάσουν λίγο ακόμα την παραμονή τους στον Πόρο. Τον πειράζουνε. Άλλος του τραβάει το σακάκι, άλλος τον γαργαλάει, άλλος πάει να του βγάλει το καπέλο, άλλος ψάχνει για τη σφυρίχτρα του. Κι’ όλοι γελούν. Και να τα χαχανίσματα, τα λόγια τα πειραχτικά, τα εξυπνακίστικα.  

            Όμως η ώρα που προσεγγίζει το καράβι είναι ιερή για το Γιώργο τον Ταπεινό. Είναι η ιερότερη στιγμή της κάθε μέρας. Θέλει απόλυτη προσήλωση και θέλει προσοχή και θέλει αφοσίωση και ακρίβεια. Ετούτη τη στιγμή δεν απαντάει στα πειράγματα, δεν τα ακούει, δεν βρίζει, δε βλαστημάει. Περιμένει. Και να και το τρίτο σφύριγμα.

            Το πλοίο μπαίνει τώρα αργά και μεγαλόπρεπα στο ντόκο. Μανουβράρει. Οι προπέλες αναδεύουν το νερό στο «ανάποδα», με το γνωστό τους θόρυβο. Οι κάβοι πετάγονται, να τους αρπάξουν στον αέρα οι εργάτες και να  περάσουνε τις έτοιμες θηλιές στις μπίντες. Έδεσε. Ανοίγουνε οι πόρτες. Να βγουν οι… αφίξεις, να μπουν οι ταξιδεύοντες. Να συνεχιστεί ο πλους. Και η ζωή...

            Ο Ταπεινός κοιτάει ψηλά. Στη γέφυρα του πλοίου. Το βλέμμα του είναι ανήσυχο. Ψάχνει. Αδημονεί. Σαν τα σκυλάκια που περιμένουνε το αφεντικό τους κι αυτός δεν φαίνεται. Τόνε μυρίζουνε μα δεν τον βλέπουν. Έτσι ακριβώς. Τι θα γίνει; Θα βγει ή δεν θα βγει! Ιδού η απορία. Η μεγάλη απορία του Γιώργου. Η μεγάλη του ανείπωτη χαρά ή η αφόρητή του λύπη. Κι αυτός ο χριστιανός ποτέ δεν ξέρεις τι θα κάνει! Άλλοτε βγαίνει κι άλλοτε όχι. Άραγε σήμερα θα βγει; Κάνε κάτι,  βρε Θεούλη μου, να βγει. Ύψιστε Θεέ, μη τόνε βασανίζεις άλλο.

            Το πρόσωπο του Ταπεινού φωτίζεται: Ο καπτα-Ηλίας βγήκε στη γέφυρα. Επιτέλους.

-Ηλία, του φωνάζει, Ηλία, Καπτα-Ηλία. Ραγίζει η φωνή του από χαρά και από νέα αγωνία. Βγήκε, αλλά θα τον δει, θα του μιλήσει, θα τον χαιρετήσει ή θα κοιτάει αλλού; Ε; Για λέγε εσύ που ξέρεις, τι θα κάνει, τί θα κάνει;

            Ο καπτα-Ηλίας κάνει πως δεν τον βλέπει. Έτσι κάνει κάθε φορά. Πως δεν τον βλέπει.

-ΗλίαΗλία, σαν ικεσία ακούγεται η κραυγή του Ταπεινού.

-Ηλία, ξαναφωνάζει. Τίποτα. Καλά, πώς και δεν τον βλέπει! Στραβός είναι; Τι έχει πάθει και δεν κοιτάει κάτω; Του βγάζει το πηλίκιο. Το κουνάει στον αέρα. Βουρκώνουν τα μάτια του. Το πλοίο θα φύγει σ’ ένα λεπτό. Και ο Ηλίας δεν τον κοίταξε ακόμα.

–Ηλία, ξεψυχισμένη ακούστηκε η τελευταία του κραυγή.

            Και τότε ξαφνικά το φοβερό, το απύθμενο, το ξεδοντιάρικο στόμα του Ταπεινού, εγέλασε, το πρόσωπό του έλαμψε και στην έκφρασή του μια μονάχα ερμηνεία μπορείς να δώσεις: Αμνηστία σε μελλοθάνατο. Τον είδε. Ο Καπτα-Ηλίας τόνε κοίταξε. Τώρα του κουνάει το χέρι. Τον χαιρετάει. Ο Γιώργος ξαναφοράει το πηλίκιο και χαιρετάει στρατιωτικά. Ο Καπτα-Ηλίας ανταποδίδει τον χαιρετισμό. Ο κόσμος γελάει. Ο Γιώργος γελάει κι αυτός. Όλοι γελούν. Γενική ευτυχία. Τι ευτυχία! Τόσο μόνο θέλει ο άνθρωπος για να πλημυρίσει από ανείπωτη, απροσμέτρητη χαρά...

-Έτοιμοςέτοιμος, φωνάζει ο Ταπεινός στον καπετάν Ηλία. Φύγεφύγε...

            Ο καπτα-Ηλίας τραβάει σκόπιμα το σκοινί που ενεργοποιεί τη σφυρίχτρα του πλοίου. Τρεις φορές, αρχικά. Όσα και τα «άλφα» της λέξης «ΑνΆποδΑ». Κάνει μία ανάποδα, αναδεύοντας με τη μεγάλη προπέλα του το νερό. Μετά άλλες δύο φορές η σφυρίχτρα. ΑριστερΆ. Να ξαλεγράρει από το ντόκο. Τέλος μία κοφτή δεξιΆ. Και πρόσω. Το πλοίο αναχωρεί σιγά-σιγά. Ο καπετάνιος μπαίνει στο πιλοτήριο. Χάνεται από τα μάτια του Γιώργου και  σε λίγο χάνεται και το πλοίο στο Μπουγάζι. Ο Ήλιος έχει δύσει πια για τα καλά.

 

            Δεν έχω κουνήσει ρούπι. Εκεί που με άφησε εκεί με βρήκε. Τόση ώρα χάζευα όλο αυτό το σκηνικό. Που το έχω ξαναζήσει, από παιδί άπειρες φορές, μα ποτέ δεν με κουράζει και πάντα μου κεντρίζει το ενδιαφέρον, να το ξαναδώ. Μου κεντρίζει την περιέργεια. Και όχι μόνο σε μένα  αλλά σε όλους. Σκέτη απόλαυση, σου λέω.

            Και τώρα από μακριά, από δω που βρίσκομαι, να το ξαναθυμηθώ. Ακόμα δε και να το γράψω. Σαν θύμηση. Σαν να τον βλέπω εδώ μπροστά μου. Νά τον. Έρχεται. Όλος καμάρι. Με κορδωμένο όσο γίνεται το ασθενικό καμπουριαστό κορμί του, καταφτάνει στο τραπέζι μου, βγάζει επιδειχτικά και θριαμβευτικά, κάτι μακρόστενα χαρτιά από τις τσέπες του, τα απλώνει εκεί μπροστά του και μπροστά μου, βγάζει κι ένα μολύβι απ’ το τσεπάκι του σακακιού του, κάθεται στην καρέκλα και αρχίζει να γράφει, ρίχνοντάς μου, που και που, κλεφτές ματιές, να δει αν τον παρακολουθώ.

            Και βέβαια τον προσέχω, θέλω δεν θέλω, να κάνει κάτι σχήματα πάνω στα τσιγαρόχαρτα που μοιάζουν κάπως έτσι: ηηηηηηηη ηηηηηηηη ηηηηηηηηη  ηηηηηηηηηηηηηη ηη ηηη ηηηηηηηηηηη ηηηηηη ηηηηηηηηη ηηηηηηηηη ηηη ηηηη ηηηηηη ηηηηηηη ηηηηηηηηηηη η ηηηη ηηηηηη ηηηηηηηη ηηηηηη ηηηηηηη ηηηηηηηηηηηηηη ηηηη η ηηηη ηηη ηηηηηηηηη  ηηηηη.

            ηηηηηηηη ηηηη η ηηη ηηηηηηηηη ηη ηηηηηηη ηηηηηηηηηηη ηηηηη ηηηηηηηη ηηηηηηη ηη ηηηηηηηη ηηηηηηηη ηγηηηηηηηηηη ηη ηηηηηηη ηηηηηηηη ηηηηηη  ηηηηηηηη ηηη.

            Γεμίζει δύο ολόκληρα από αυτά τα παραλληλόγραμμα τσιγαρόχαρτα, γράφει μπρος-πίσω, γεμίζει δηλαδή τέσσερεις ολόκληρες σελίδες από δαύτα. Ο Ταπεινός έχει τώρα καταγράψει την αφιξαναχώρηση του πλοίου της γραμμής, με όλες τις λεπτομέρειες. Έχει σημειώσει τα συμβάντα, ακριβή ώρα, αριθμό επιβατών, τυχόν παράπονα, παρατηρήσεις και ίσως κάποιες οδηγίες για τα επόμενα δρομολόγια. Και υπογράφει: ηηηηηηη  ηηηηηηηηη

-ΌλαΕντάξειΤώραΕντάξειΕντάξειΠάωΣπίτιΣπίτιΚαληνύχτα.

-Μπράβο, ρε Γιώργο, ωραία τα έφτειαξες. Αύριο πάλι. Καληνύχτα..

 

            Ο Γιώργος ο Ταπεινός τώρα θα πάει στο σπίτι του. Στη γριά τη μάννα του που τον περιμένει με αγωνία όπως κάθε βράδυ. Ανησυχεί η καημένη. Θα είναι καλά; Θα είναι θυμωμένος; Τον πείραξαν πάλι; Τον τσαντίσανε; Τι του δώσανε να πιει; Και τα ρέστα…

            Αλλά απόψε ήρθε γελαστός. Πάλι καλά. Τώρα θα του βάλει να φάει και να κοιμηθεί. Αλλά πριν απ’ όλα ο Γιώργος έχει μια δουλειά ακόμα. Αρχειοθέτηση! Δεν κάνει τίποτα αν δεν βάλει το χαρτί που έγραψε, στο...αρχείο. Εκεί που έχει βάλει και το χτεσινό και το προχτεσινό. Μαζί με τα άλλα. Μέσα σ’ ένα χαρτοκιβώτιο από αυτά που πετάνε οι μπακάληδες, όταν αδειάζουν τα κουτιά απ’ το γάλα. Μέσα εκεί τοποθετεί και το σημερινό χειρόγραφό του ο Ταπεινός. Έχει γράψει χιλιάδες χαρτιά. ηηηηηηη ηηηηηη ηηηηηηη. Έχει γεμίσει εκατοντάδες χαρτοκιβώτια. Τα’ χει στοιβάξει σ ’ένα δωμάτιο από το μικρό τους σπίτι κι έχει κι άλλα σε μια μικρή αποθηκούλα στην αυλή. Μα δεν το ξέρουνε πολλοί αυτό. Κι όσοι το ξέρουνε τον αγαπούν και σιωπούν. Δεν μαρτυράνε τα απόκρυφα του Γιώργου. Ούτε εγώ το έκανα ως τα τώρα. Επτασφράγιστο μυστικό κρατούσα. Μα τώρα πια υπάρχει λόγος. Ή... δεν υπάρχει πια  κανένας λόγος. Το ίδιο είναι!

            Ο Γιώργος γράφει για σαράντα χρόνια: ηηηη ηη  ηηηη. Ήρθε το πλοίο. ηηηηη ηη ηηηη. Έφυγε το πλοίο. Γράφει και σφυρίζει. Γράφει ηηηηηηηηηη. Και ξαναγράφει. Εκεί, μέσα σ’ εκείνα τα σχήματα, πάνω σε κείνα τα χαρτιά και στα χαρτοκιβώτια από γάλα βρίσκονται όλες οι σκέψεις του Γιώργου του Ταπεινού. Ό,τι πέρναγε από το χοντρό μυαλό του. Ό,τι τον έκανε να αισθάνεται, να χαμογελάει, να κλαίει, να λυπάται, να ξεκαρδίζεται, να συμπονάει κι αυτός, να βρίζει, να θυμώνει, να παραπονιέται, να χαίρεται, να καμαρώνει, να βλαστημάει, ν’ αγαπάει, όπως όλοι μας. (Όπως όλοι μας).

            Αυτά τα σχήματα είναι τα πρακτικά του Γιώργου του Ταπεινού, τα απομνημονεύματά του. Και είναι απόρρητα. Είναι ο δικός του κώδικας. Κανείς δεν θα τα διαβάσει ποτέ. Και κανείς δεν θα μάθει τι αποκόμισε από τις υπηρεσίες που προσέφερε αμμισθί. Θα το φανταζόμαστε, ορισμένοι, αλλά ποτέ δεν θα είμαστε σίγουροι  γι αυτό.....

           

            Σκέφτομαι ότι όλοι μας παίρνουμε και δίνουμε σ’ αυτό τον κόσμο. Αλήθεια είναι. Κάτι δίνουμε, σχεδόν όλοι.  Αλλά όχι αφιλοκερδώς. Ακόμα κι όταν κάνουμε κάποια αγαθοεργία, κι όταν βοηθάμε, κάπου προσβλέπουμε. Γενικά μιλάω. Ακόμα και σ’ ένα απλό ευχαριστώ ή μια αναγνώριση, για να μη πω σε κάποια άλλη σκοπιμότητα. Θα υπερβάλω άραγε αν πω ότι ΟΛΟΙ μας κατευθυνόμαστε από μια τέτοια υστεροβουλία, μικρή ή μεγάλη; Ότι προσπαθούμε να εισπράξουμε έστω και ένα μπράβο; ΄Οτι προσπαθούμε να πάρουμε το ευχαριστώ μας από τη ζωή; Την αμοιβή μας; Που, λίγο-πολύ, την εισπράττουμε. Έτσι δεν είναι; Όλοι μας. Νομίζω. Κι εγώ που γράφω για τον Ταπεινό, στην ουσία γράφω για τον εαυτό μου. Κάπου προσβλέπω. Κάτι να κερδίσω. Κάποιος να πει κάτι καλό για μένα. ΚαλόΠαιδίΕσύ. Μα τι να κάνω; Να σταματήσω; Να μη το πω; Ίσως έτσι θα ήταν πιο σωστό. ΊσωςΊσως! Δίλημμα Δίλημμα.  Ναι,  να ένα ακόμα δίλημμα, στα τόσα. (Τι τραβάω κι εγώ, μέσα μου!)    

            Αλλά το νιώθω και λίγο αλλιώς. Σαν ν’ ανάβω ένα κεράκι. Έστω μετά από τόσα χρόνια. Μια λέξη, μια καλή κουβέντα, ένα ευχαριστώ. Χωρίς τον κίνδυνο να το γυρίσω σε...«μελό». Όχι, ο Γιώργος ο Ταπεινός δεν θα ‘θελα να είναι ο Κουασιμόδος του Νησιού μας. Ούτε αυτός που τον πειράζαμε και τον κοροϊδεύαμε. Και μένα δεν με έβριζε όταν τον πείραζα. Του το χρωστάω. Το παίρνω απόφαση. Ο Ταπεινός ήτανε φίλος...Τέλος!

           

            Ο Γιώργος δεν υπάρχει πια. Ένα πρωί δεν ακούστηκε το σφύριγμά του. Κάποιοι έχασαν το καράβι. Έμειναν έκπληκτοι. Και τώρα όλοι στήνονται από νωρίς όρθιοι στην ουρά και ώρες περιμένουν να φανεί το πλοίο. Και ’κει στην ουρά, κάποιοι ακόμα και σήμερα τον σκέφτονται. Και κάποιοι τον θυμούνται. Ακόμα...Αλλά, ουδείς αναντικατάστατος...

-ΟυδείςΑναντικατάστατοςΟυδείςΑναντικατάστατος, μου είχε πει κάποιος παλιός, που το ’χε ακούσει από κάποιον άλλο, πιο παλιό, καιούτωκαθεξής. Όμως, είναι έτσι τελικά; Μπορεί άραγε να κάνει κάποιος άλλος τη δουλειά που έκανε ο Γιώργος ο Ταπεινός;

            Μετά από τόσα χρόνια που πάω στο νησί, σ’ αυτό το απίστευτο νησί -Πόρος τ’ όνομά του, Πέρασμα το νόημά του-  με τις τόσες αντικρουόμενες τάσεις του μικρόκοσμού του, που βρίσκουν... πέρασμα στις σκέψεις μου, με τους ανθρώπους του, με τα τοπία και τις γωνιές του, με τις παραλίες και τα χρώματα, με τις αγάπες και με τις κακίες, με τη φιλοξενία και την ξενομανία, με το καμάρι και το φθόνο, με την περηφάνια και την καταφρόνια, με τις Αδέρες και το Ορθολίθι, με το Γαλατά κι όλη την Τροιζηνία, με τα Μέθανα και το Ηφαίστειο, με τα Νεώρια και την Αίγλη, το Ασκέλι και το Μοναστήρι, τη Φούσα και τη Βαγιονιά, την Αλυκή και το Λεμονοδάσος, δηλαδή με όλα τα ανθρώπινά του και με τις μικρές, άγνωστες κι ευτυχισμένες ζωούλες όλων μας,  κατάλαβα επί τέλους τι έγραφε ο Ταπεινός, σ’ εκείνα τα χιλιάδες τσιγαρόχαρτα.

            Και σκέφτομαι να φτειάξω ένα «σκηνικό», κάτι σαν τόλμημα, κάποια φορά που θα ’μαι πάλι στο καράβι και θα ’ρχομαι ή θα φεύγω, δεν παίζει ρόλο. Θέλω μονάχα να ’ναι δειλινό του Αυγούστου, τότε που ο Ήλιος πάει και δύει ακριβώς πάνω από το γιγάντιο στήθος του βουνού, της Κοιμωμένης και για δυο στιγμές μεταμορφώνεται σε μια πελώρια και πανώρια πορφυρή θηλή κι ύστερα χάνεται. Λέω να βρω ένα τσιγαρόχαρτο, να γράψω πάνω εκεί μια φράση -δυο φορές- να το τυλίξω, να το χώσω μες σ’ ένα μπουκάλι και να το κλείσω με φελλό. Και κάπου λίγο πιο έξω από τον Πόρο, εκεί προς το Πετροκάραβο να πούμε, όπου ακούγονται τη νύχτα κάτι θόρυβοι παράξενοι, να το πετάξω μες τη θάλασσα, όπως κάνανε παλιά οι ονειροπαρμένοι και οι ρομαντικοί, ελπίζοντας πως κάποιος θα το βρει.

            «Και τι θα λένε αυτές οι λέξεις;», θ’ απορήσετε. Χμ. Θα’ ναι ένα γράμμα προς τον Ταπεινό, σε μια γλώσσα που μόνο εκείνος έγραφε. Για να μπορεί να τη διαβάσει. Θα γράφει:  ηηηη ηηη ηη ηηηηηη ηηηηηηη ηηη ηηη ηηηη, που πα’ να πει:  γεια σου, ρε γιώργη ταπεινέ, από τον πόρο.

 

            Λες να καταφέρω να πραγματοποιήσω κάποτε  αυτό το «σκηνικό»; Μπα, δεν το νομίζω. Αν και δεν θα ήταν μόνο ένα μήνυμα  στο Γιώργο τον Ταπεινό της ιστορίας μας, αλλά σε κάθε Γιώργο και κάθε Ταπεινό...Της κάθε ιστορίας. Αλλά, μολονότι είναι τόσο απλό και τόσο εύκολο, εγώ το βλέπω μάλλον δύσκολο. Δύσκολο...

Θέλει ακόμα πιο μεγάλη θέληση...Απ’ τη δική μου, εννοώ...απ’ τη δική μου! ΘέλειΘέλησηΘέλειΘέληση!   

                                                                                         Άρις Αντάνης

 

 

 Κεντρική σελίδα