Ρεμπέτες και στέκια των ρεμπέτηδων

 

    Πολλά έχουν λεχθεί  και έχουν γραφτεί  για τους  διάφορους ρεμπέτες. Λίκνο των  ρεμπέτηδων ήταν η περιοχή του Πειραιά, πρώτα η Δραπετσώνα  και μετά η Τρούμπα.  Στις περιοχές αυτές  γεννήθηκε το ρεμπέτικο  τραγούδι  γύρω στα 1920.

 

   

     Ακριβώς απέναντι από τον Αγιο Διονύση ήταν η ξύλινη γέφυρα του Ρεμπέτη, η γέφυρα που ένωνε  τον Πειραιά  με τα Βούρλα και τη Δραπετσώνα, και από κάτω περνούσε  το τραίνο  της Λαρίσης.  Για να γίνει κανείς ρεμπέτης έπρεπε να περάσει αυτή τη γέφυρα, έλεγε ο Γιάννης Παπαϊωάννου.

 

    

     Στη Δραπετσώνα έγιναν  μετά το 1922 τα  πρώτα μπουζουκτσίδικα που συγκέντρωναν τους μάγκες της εποχής.

 

                       Ο  ΔΑΣΚΑΛΟΣ  ΓΙΟΒΑΝ  ΤΣΑΟΥΣ

 

     Στην περιοχή αυτή έδωσε μαθήματα μπουζουκιού  ο  Γιοβάν Τσαούς  ή Γιάννης Εϊτζιρίδης - δηλαδή Γιάννης ο Λοχίας, από τον βαθμό με τον οποίο υπηρέτησε στον τουρκικό  στρατό-  (1924-1925  τότε που το μπουζούκι ήταν απαγορευμένο όργανο).  

     Στην περιοχή αυτή έμαθαν  μπουζούκι, έγραψαν, τραγούδησαν ή έσυραν τα βήματά τους πολλές φορές   οι Ρεγγίνας, Ζυμαρίτης, Μιμίκος Βογιατζής, Σκριβάνος, ο Στέλιος Περπινιάδης, ο Γιάννης Γυλιάς,  το Αλεκάκι, ο Χαρίλαος Κηρομύτης, ο Νίκος  Αϊβαλιώτης, ο Γιώργος Μπάτης, ο Γιάννης Παπαιωάννου, ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μάρκος Βαμβακάρης –που δούλευε  σαν εκδοροσφαγέας  στο γειτονικά σφαγεία – ο Ανέστης  Δελιάς, ο Γιάννης Λελάκης, ο Στέλιος Κερομύτης, ο Ηλ.Ποτοσίδης, ο Απόστολος Χατζηχρήστος,  ο Δημ. Γκόγκος (Μπαγιαντέρας), ο Παναγιώτης Τούντας, ο Σ. Περιστέρης,  ο Μιχάλης Γενίτσαρης, ο Μακαρόνας, ο Σοφρωνίου  και πολλοί  άλλοι ( σε όσους δεν υπάρχουν λινκ αναζητείστε τα απ ευθείας Google ).

   Οι Στράτος,Μάρκος, Μπάτης, Δελιάς είχαν  σκαρώσει  την κομπανία "τετράς".

 

          

      Μιχάλης Γενίτσαρης                             Στέλιος Κερομύτης

     Οι γέννημα- θρέμμα ρεμπέτες  του Πειραιά  ήταν ο Στέλιος Κερομύτης, ο Δημ. Γκόγκος από Ποριώτη πατέρα και ο Μιχάλης Γενίτσαρης. Ο Μπάτης ήταν  από τα Μέθανα και Μάθεσης από τη Σαλαμίνα.

 

                                                  

Ο Μπάτης με τους μαθητές του  έξω από το καφενείο του (Λεμονάδικα).                Δημήτρης  Γκόγκος- Μπαγιαντέρας

 

     Ο  ρεμπέτης Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας –γιος ψαρά από τη Σαλαμίνα  - αναφέρει σε μια αφήγησή του:

    « Η Δραπετσώνα  ήταν ένα από τα μεγαλύτερα  στέκια  της μαγκιάς. Στους τεκέδες της και στα Βούρλα σύχναζαν κάθε καρυδιάς καρύδι. Στους τεκέδες οι  μάγκες κάπνιζαν ναργιλέ».

    Στην  «Κρεμμυδαρού» ήταν πολλοί τεκέδες όπως του Μίχαλου, του Σάλωνα, του Μαρκεζίνη, του Σαραντόπουλου και άλλων.

    Πολλοί από όσους προαναφέρθηκαν έμεναν στην «Κρεμμυδαρού», όπως ο Ανέστης Δελιάς,  ο Απόστολος Χατζηχρήστος   και άλλοι.

 

                     ΤΙ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ  ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ

 

     Ο  ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΛΑΚΗΣ  στην Αυτοβιογραφία του αναφέρει:

……»Εκείνη τη χρονιά (1937) άρχισα συνεργασία με το συνθέτη Απόστολο Χατζηχρήστο, ο οποίος ήτο και ο πρώτος που συνεργάστηκα. Είχαμε γνωριστεί στη Δραπετσώνα  όπου κι εκείνος κατοικούσε εκεί από πολλά χρόνια. Έπαιζε μπουζούκι παρέα με τον Ηλ. Ποτοσίδη, τον Ανέστο Δελιά και το Μακαρόνα……Ήταν φτωχό παιδί και εξαιρετικός άνθρωπος και συνθέτης. Πολύ σεμνό και πολύ καλό παιδί. Έντιμος, φιλαλήθης και κουβαρντάς»…... 

     Κι ένα κομμάτι   από την αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη:

   «Βέβαια στον κύκλο που γύριζα να πούμε, τον μάγκικο αυτό, στους τεκέδες που πήγαινα, ακούγαμε πολλά για διάφορους κουτσαβάκηδες προσωπικότητες...Εκεί, όταν είχα γνωρίσει τον Αλέκο τον Σχίζα να πούμε, κάθε μέρα επήγαινα στο σπίτι αυτουνού, εκεί στην Κρεμμυδαρού που ήταν το Καστράκι. Πίναμε χασίσι. Είχε λεφτά αυτός. Επήγαινα και του μάθαινα μπουζούκι και φουμέρναμε κιόλας ε? Αυτός έμενε εκεί κάτω στην Κρεμμυδαρού, εδώ στο λιμάνι του Πειραιώς. Και πήγαινα κάθε μέρα στην κάμαρά του. Ώσπου τώρα αυτόν τον ζήταγε η Ασφάλεια Αθηνών για κάτι κλοπές που γινόντανε. Και ξέρανε αυτοί ότι άλλος δε μπορεί να τις κάνει ειμή αυτός, αλλά δεν ξέρανε που βρίσκεται...»

     Σχετικά  με τα Βούρλα ο Μάρκος Βαμβακάρης αφηγείται:

«…Δεκαεννιά χρονών (το 1924) έγινα αγαπητικός στο μπορντέλο μιας Ειρήνης από τη Σύμη. Ήτανε στο δεύτερο διαμέρισμα των Βούρλων, η πρώτη μου ερωτική επαφή. Μεγαλύτερη είκοσι εφτά, είκοσι οκτώ χρονών, μου ’δινε και λεφτά και κουστούμια. Αγάπησα την άλλη, τη Μανιάτισσα, τη Ζιγκοάλα,(τη γυναίκα που παντρεύτηκε) και την απαράτησα…».

 

                ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ, ΜΑΓΚΙΑ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΤΗΛΙΚΙ

 

    Ο  παλιός   ρεμπέτης Νίκος Μάθεσης, από τη Σαλαμίνα, αφηγήθηκε σχετικά:

  «Καμιά δεν ήταν χωρίς αγαπητικό, νταβατζή. Χωρίς συνεταίρο στις εισπράξεις. Χαμαιτυπεία  ο Πειραιάς  είχε μόνο στα Βούρλα που τώρα είναι φυλακές. Εκεί οι γυναίκες δεν βγαίνανε έξω, απαγορευότανε αυστηρώς. Αλλά οι αγαπητικοί είχαν τον τρόπο τους και πηδάγανε τα μεσάνυχτα μέσα παρ' όλο που φυλάγανε άγριοι εύζωνοι! Αλλά καμία δεν μαρτυρούσε. Φόνοι γινόντουσαν κάθε τόσο, αιτία βέβαια οι γυναίκες αλλά όσοι εγκληματούσαν για την γυναίκα, αυτή ήταν υποχρεωμένη μέχρι να βγει απ' την φυλακή να τον συντηρεί. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, θα σκοτωνότανε απ' τους φίλους του. Αλλά και όταν έβγαινε, η πρώτη του δουλειά ήταν να την στεφανωθεί. Απαραίτητος κανών!!!

      Για τη  Δραπετσώνα  γράφτηκε  το τραγούδι   «Αφ ότου εγεννήθηκα».   (Το τραγούδι είναι στο όνομα του Καρυδάκη, φίλου του Μάρκου αλλά μάλλον είναι δικό του. Στίχοι: Γ. Δερέμπεης. Μπουζούκι: Σ. Περιστέρης. Ο Γιώργος Δερέμπεης ήταν ο πατέρας της σπουδαίας μουσικού και πιανίστριας Βούλας Δερέμπεη. Ο Δημήτρης Καρυδάκης ή Καρυδάκιας, βρέθηκε νεκρός-δολοφονημένος-στα χρόνια της κατοχής,  στη Δραπετσώνα και κανείς δεν έμαθε ποτέ, ποιός και γιατί τον σκότωσε. Ανήκε στην παρέα της Πειραιώτικης Κομπανίας, αλλά ήταν "σπιτικό" μπουζούκι και απέφευγε τη δημοσιότητα, το πάλκο και τις εταιρείες.

 

           ΑΠΟ   ΤΗ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ  ΣΤΗΝ ΤΡΟΥΜΠΑ

 

         Όταν  δημιουργήθηκαν τα  «Βούρλα» στη Δραπετσώνα, το 1875, η περιοχή ήταν ακατοίκητη. Όμως μετά 60 χρόνια, το 1932, και αφού είχαν  έρθει και οι πρόσφυγες από   τη Μικρά Ασία, ήταν κέντρο  πυκνοκατοικημένης περιοχής   και οι κάτοικοι  δεν ανέχονταν πια τα κακόφημα σπίτια. Γι αυτό και έκαναν συνεχείς διαμαρτυρίες προς την Κυβέρνηση.

     Τελικά  το 1937  τα κακόφημα σπίτια  των Βούρλων  διαλύθηκαν και  στο χώρο εκείνο λειτούργησαν φυλακές.

     Ετσι  δημιουργήθηκε   η Τρούμπα. Και μεταφέρθηκε εκεί η κίνηση,  η μαγκιά και η ρεμπετοσύνη.

      Για τον προπολεμικό Πειραιά και το ρεμπέτικο,  ο ρεμπέτης    Νίκος  Μάθεσης,     γράφει  στα  απομνημονεύματά  - όπως τα παρέδωσε  στον Κώστα Χατζηδουλή:

      «Ο Πειραιάς πριν μισό αιώνα με τα καταγώγια, τους ντεκέδες, τα μπαρμπουταντζίδικα, τα Βούρλα και τα   «καφέ-σαντάν»  του.

 

       

      Ο Πειραιάς με τους νταήδες του, τους μάγκες, τους ρεμπέτες, τους αγαπητικούς, τους πορτοφολάδες και τους κλέφτες των λιμανιών. Ο Πειραιάς προ 57 χρόνια όπως τον έζησα εγώ, τότε ήμουν 11 χρονών και τον θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Τότε και πριν έλθουν οι πρόσφυγες ήταν μικρός. Θυμάμαι το 1917 όπου ήμουν πρόσκοπος στην ομάδα του Λελούδα με έναν συμμαθητή μου που τώρα είναι δικηγόρος, επίσης και ο αδερφός του δικηγόρος είναι. Και όταν ερχότανε απ' τη Θεσσαλονίκη το "Λαφαγιέτ", το πλοίο νοσοκομείο (γαλλικό ήτανε) στου Ξαβέριου και έφερνε Έλληνες στρατιώτες τραυματίες από τις μάχες του Σκρα και τους κερνούσαμε και μετά τους πήγαιναν στο Χατζηκυριάκειον που ήτανε νοσοκομείο τότε. Εκεί μπροστά στου Ξαβέριου ήταν αραγμένα πολεμικά καράβια γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά και ελληνικά. Και σαν δεν είχαμε δουλειά πηγαίναμε παρέες και κολυμπάγαμε και λέγαμε στους Γάλλους "μουσχιού ντόνε μουά λεπέν" ή "ντόνε μουά νεσού". Δηλαδή, "κύριε δω μας ψωμί" ή "δω μας μια δεκάρα". Κι αυτοί μας έλεγαν "μαργαρήτ...".

 

          ΣΤΗ  10ΕΤΙΑ  ΤΟΥ 40 Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ  ΗΤΑΝ ΑΓΡΙΟΣ

 

     Τότες ο Πειραιάς ήταν πολύ άγριος. Από την μια ο αποκλεισμός, από την άλλη τα πολιτικά μας μίση. Οι φόνοι στα Καρβουνιάρικα, Τρούμπα και Τζελέπη ήταν στην ημερησίαν διάταξιν. Όσο για ντεκέδες από την Πειραϊκή, Παναγίτσα, Άγιο Νείλο, Άγιο Νικόλαο, Γύφτικα, στο Χατζηκυριάκειο, στην Τρούμπα και όσο πιο πέρα πήγαινες, Άγιο Διονύση, εκεί φουμάρανε στο δρόμο. Ζάρια μες το δρόμο παίζανε, περνούσε ο χωροφύλακας και δεν του έδινε κανείς σημασία, παρά τραβούσανε την δίκοπη επιδειχτικά να την δει! Τι να έκανε; Από στρατιώτη αγράμματο βουνήσιο τον ρίξανε χωροφύλακα στον Πειραιά μες τα λυσσασμένα τσακάλια. Πρωτοδικείο, Εισαγγελία δεν είχε τότε ο Πειραιάς! Από  την Αθήνα κατέβαιναν οι νωματαρχέοι νταήδες να επιβάλουν την τάξη και να συλλάβουν κανέναν επικίνδυνο καταζητούμενον. Ο Μαρούδας και ο Γαλιγάλης, οι μάγκες είχανε συνθέσει και στίχους για τους μόρτες καταδότες και ας μην τους ήξεραν και το τραγουδούσαν παίζοντας το μπουζούκι τους.

       »Ο Πειραιάς τότε είχε και έφιππη χωροφυλακή.  Για τον σκυλόμαγκα ο άγραπτος νόμος είναι σκληρός! Καφωδεία ο Πειραιάς είχε πολλά γύρω στην Ντρούμπα. Απάνω στο πάλκο έπαιζαν τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικο κ.λ.π. Κάτω στο πάλκο ορχήστρα ευρωπαϊκή, πιάνο, βιολί και τζάζι για ταγκό κ.λ.π. Και μπροστά χαμηλά, σχεδόν κάτω ήταν δώδεκα κορίτσια σε παράταξη άβαφτες Γερμανίδες που έπαιζαν με την σειρά τους βιολιά. Αυτή την διαρρύθμιση είχαν όλα τα καφωδεία της Τρούμπας. Οι φόνοι εκεί γινόντουσαν συχνότατα. Αφού του έτρωγε τα λεπτά του και τον έκανε στούπα, του έλεγε να την περιμένει απέξω! Και η αρτίστα έβγαινε αγκαζέ με τον ντερβίση της, αλλά και ο άλλος ο επαρχιώτης άγριος, και το ψυχικό γινότανε...

    Επίσης και τα παιχνίδια ήταν πάμπολλα (λέσχες). Μέσα κάθε καρυδιάς καρύδι, μπράβοι, αβανταδόροι, μούτρα, να πουν αμέσως φυλακή σε ένα γνέμα! Φόνοι πιο πολλοί στα παιχνίδια γιατί έχανες τα λεπτά σου, ίσως και ξένα που στα είχαν εμπιστευθεί να τους ψωνίσεις κάτι πράγματα. Και το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι και ... όσο για μάγκες, δηλαδή ρεμπέτες, κάθε συνοικία είχε τους δικούς της. Αν ακουγότανε κανένας ρεμπέτης καλός με πράξεις σωστές ρεμπέτικες, δηλαδή παλικαρίσιες εξηγήσεις, τότε ακουγότανε και στον Πειραιά, δηλαδή στην καρδιά του Πειραιά. Στα παιχνίδια που είχαν οι νταήδες ανεγνωρισμένοι... Έσπαγε τα δεσμά της συνοικίας του και από μαχαλόμαγκας αφανής –ενός μαχαλά -γινότανε διεθνής. Αναγνωριζότανε από όλες τις συνοικίες, αλλά πως;

        Έπρεπε με έργα και όχι με λόγια, να μαλώσει, να μαχαιρώσει, να μπιστολίσει, να τραυματίσει καλόν νταή ανεγνωρισμένον, ασχέτως εάν δεν πήγε στην φυλακή. Μηνύσεις δεν γινόντουσαν, θα καθαρίζανε στον δεύτερο γύρο που θα έβγαινε ο χτυπημένος απ' το νοσοκομείο...

        Η αστυνομία το μάθαινε και ερχότανε να σου πάρει κατάθεση και εσύ τους έλεγες ότι έπεσες από ένα μικρό γκρεμό και σου μπήκαν κάτι σίδερα στην κοιλιά... και σου έλεγε μακάρι μόλις βγεις να σου μπούνε κι άλλα να ησυχάσουμε από εσάς τα τομάρια...Αν όμως έκανες μήνυση κατέρρεες αυτομάτως και όλοι οι μάγκες είχαν να κάνουν με σένα και να σε ξεφτιλίζουν...Τέτοια γινόντουσαν που και που, μάλλον από γερασμένους νταήδες και από φιγουρατζήδες ρεμπέτες...

      Όσο για μπουζούκια, ο Πειραιάς με τους μαγκίτες του, ήτανε ορχήστρα πλήρης. Μέρα και βράδυ από όπου και να πέρναγες, δηλαδή από καφενείο, άκουγες το κελάηδισμα του μπουζουκιού ή του μπαγλαμά και την μυρωδιά της ταλμίρας (χασίς) ή από αργιλέ ή από τσιγαριλίκι. Και αυτός που το έπαιζε δεν ήταν κάνα παιδάκι, ήταν άνθρωπος της τούφας και το είχε μάθει στο σχολείο - φυλακή. Έτσι λεγότανε η φυλακή για να μην καταλαβαίνουν οι ανίδεοι. Παιδιά κάτω των 20 χρόνων και ανώμαλοι απαγορευότανε η είσοδος δια καρπαζιάς, σβουριχτής και κλοτσάς! Εδώ το νταραβέρι είναι του τάδε και συχνάζει όλο το σκυλολόι».

 

                         ΤΑ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΑ   ΧΡΟΝΙΑ

 

      Μετά την απελευθέρωση και τον εμφύλιο ο Μιχάλης  Γενίτσαρης ανέλαβε ένα μαγαζί στην Τρούμπα. Μαζί του  ήταν   ο Παπαϊωάννου, ο Κερομύτης και ο Νίκος ο Πουνέντης,  ώσπου μία φασαρία με έναν Εγγλέζο στάθηκε η αφορμή να του το κλείσει η αστυνομία.

 

Στο μπαρ " ΜΑΡΚΟΣ" στα Ασπρα Χώματα Παλαιάς Κοκκινιάς, Στράτος, Μάρκος, Μπάτης,  Δεληάς, η κομπανία  "ΤΕΤΡΑΣ".

 

     Στα 1949- 50   ο Μάρκος Βαμβακάρης  δούλεψε  στην Τρούμπα σ’ ένα μαγαζί στην παραλία,   στου Λινάρη.

      Ο  Τάκης Μπίνης  είχε  παλιό  όνειρο την Τρούμπα. Αφηγείται σχετικά:
  « Τέλειωσα τη δευτέρα Γυμνασίου με άριστα, το ίδιο και στην Τρίτη και άκουγα κάπου - κάπου που συζητούσαν η μάνα κι ο πατέρας μου για το μέλλον μου. Ο ένας έλεγε πως θα γινόμουν δικηγόρος, ο άλλος ήθελε να γίνω αξιωματικός κι εγώ έλεγα από μέσα μου, «κούνια που σας κούναγε, σε λίγο θα με χάσετε και από την Τούμπα, θα είμαι μπουζουξής μες στη μαγκιά, στην  Τρούμπα του Πειραιά».

    Ο  Τάκης Μπίνης  από τη  Θεσσαλονίκη,  έκανε το όνειρό του πραγματικότητα στην   κατοχή.  Συνελήφθη για αντιστασιακή δράση  αλλά  δραπέτευσε και ύστερα από πολύμηνη περιπλάνηση στα βουνά έφτασε με τα πόδια στη Χαλκίδα και από κει στον  Πειραιά  το 1944 , και  δούλεψε στην Τρούμπα  σαν μπουζουκτσής.

    Ο λαϊκός συνθέτης  κιθαρίστας και τραγουδιστής Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης  δούλεψε   στο «Καρρέ του Aσσου» στην  Τρούμπα , που το 'χε ο Ηλίας Νοταράς.  Και πολλοί άλλοι.

     Γι  αυτή τη συνοικία γράφτηκαν  πολλά τραγούδια    όπως   το  «Χρόνια μες στην Τρούμπα» του  Μάρκου   Βαμβακάρη:

 

Χρόνια στον Περαία (Τρούμπα)

μαγκίτης κι αλανιάρης

ρώτησε να μάθεις

κι ύστερα να με πάρεις

 

Είμαι παιδάκι έξυπνο

παίζω και μπουζουκάκι

οι φίλοι με προσέχουνε

γιατί 'μαι Συριανάκι

 

Στην πιάτσα που μεγάλωσα

όλοι μ' έχουν θαυμάξει

γιατί 'μαι μάγκας κι έξυπνος

και σόλα μου εντάξει

 

Οι μάγκες με προσέχουνε

κι όλοι με λογαριάζουν

όταν με βλέπουν κι έρχομαι

μαζί μου νταλκαδιάζουν

 

Και  το  ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΤΡΟΥΜΠΑ   του  Γιώργου  Μητσάκη:

«Ήταν Κατοχή,
κι έπεφτε βροχή,
ήτανε βαθύ σκοτάδι
στη Τρούμπα κάθε βράδι.

Κι εμείς για ντου πηγαίναμε,
σαλτάραμε και κλέβαμε,
παρέα ήτανε με μας
κι ο μπουκαδόρος ο Κοσμάς.

Ήταν Κατοχή,
πείνα και βροχή.

Είμασταν παιδιά,
κι είχαμε καρδιά,
ο Κεφάλας κι ο Μαρίνος
παρέα μας κι εκείνος.

Μια νύχτα τον Τζιμίνσκουλα
τον φάγανε για ψίχουλα,
και τον βαρκάρη το Θωμά
που έπαιζε τον μπαγλαμά.

Ήταν Κατοχή,
πείνα και βροχή».

 ***Στίχους για το ρεμπέτικο, εκτός από  τους ίδιους του ρεμπέτες έγραψαν οι Νίκος Ρούτσος, Νίκος Μάθεσης, Κώστας Βίρβος, Νίκος Μουρκάκος, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, και μετέπειτα ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και άλλοι.    

                      ΠΛΩΡΗ  ΓΙΑ  ΑΛΛΕΣ  ΠΕΡΙΟΧΕΣ

 

      Όμως όλα αλλάζουν. Σιγά – σιγά το μπουζούκι εξευγενίστηκε, έγινε προσιτότερο σε περισσότερο κόσμο. Που δεν μπορούσε να πηγαίνει  στην κακόφημη συνοικία. Ετσι οι ρεμπέτες απλώθηκαν σε άλλες συνοικίες: Πέραμα, Παλιά Κοκκινιά, Τζιτζιφιές και αλλού. Κι έκαναν χρυσές δουλειές.  Στο μεταξύ είχαν μπει και οι  πρώτες γυναίκες στο ρεμπέτικο: Ρόζα Εσκενάζι (βγήκε πρώτη στο πάλκο), Μαρίκα Παπαγκίκα,  Ρίτα Αμπατζή και Σοφία Καρύβαλη (αδελφές από τη Μ. Ασία εγκατεστημένες στον Πειραιά με τη μητέρα τους Στυλιανή, δασκάλα, ο πατέρας τους χάθηκε κατά την καταστροφή), Μαρίκα Νίνου, Σωτηρία Μπέλλου,   η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η Ρένα Ντάλλια, Αννα Χρυσάφη, και άλλες. ( σε όσες δεν υπάρχουν λινκ αναζητείστε τα απ ευθείας Google ).

      Η Σοφία Καρύβαλη συνεργάστηκε  και με τον Βαμβακάρη. Το 1935 παντρεύτηκε τον  Παντελή Καρύβαλη, που διατηρούσε μεγάλο καφενείο  στη Νίκαια  και της επέβαλε να σταματήσει το τραγούδι  πρόωρα.

    H  Πειραιώτισα ρεμπέτισσα Σοφία Καρύβαλη, μεταξύ άλλων, ηχογράφησε  με τον Τσιτσάνη γύρω στα 1936  τη "Γειτόνισα" που κυκλοφόρησε από την Parlophone μαζι με το τραγούδι του Τούντα "Σαν δεν ήξευρες".  

   

         

     Ρόζα Εσκενάζι                Μαρίκα   Νίνου                   Ρίτα Αμπατζή             Σοφία Καρύβαλη   

 

                ΑΡΓΟΤΕΡΑ  ΕΚΛΕΙΣΑΝ ΤΑ «ΣΠΙΤΙΑ»  ΑΛΛΑ……

 

     Πολύ αργότερα,  το 1968,  έκλεισαν και τα «σπίτια»,  λιγόστεψαν τα καμπαρέ, όμως  η φήμη κι ο φόβος  στην Τρούμπα έμεινε:

      Ενας Θεσσαλονικιός, ο Θανάσης Π. που επισκέφθηκε  την περιοχή το   1989, όταν διορίστηκε δικαστικός  αντιπρόσωπος  σε εκλογές σημειώνει:

   «Κάνοντας μια βόλτα πίσω από το Πρωτοδικείο στη Σκουζέ, είδα ένα βαμμένο κατακόκκινο μαγαζί. Δεν ήταν αυτό που νομίζετε και νόμιζα κι εγώ αρχικά. Ηταν κέντρο διασκέδασης, "οικογενειακό" έγραφε μάλιστα !!!

      Εκεί τραγουδούσε πλέον ο Γιώργος Ζαμπέτας, λίγο πριν πεθάνει, στην  Τρούμπα.  Ηταν μέρα όταν πέρασα απ΄έξω, παρόλα αυτά μ' έπιασε φόβος, καθότι:  "Πέντε μάγκες στον Περαία....."

                                                               

               Η ΔΟΥΚΙΣΣΑ  ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ

 

   Από τις νεότερες κυρίες του ρεμπέτικου η  ΔΟΥΚΙΣΣΑ είναι Πειραιώτισσα. Η Δούκισα Φωταρά, γεννήθηκε στον Πειραιά το 1941  και  μπήκε από πολύ μικρή στο χώρο   ως χορεύτρια.

     Στα 12 της χρόνια πήρε μέρος σε ένα διαγωνισμό ταλέντων στο Πασαλιμάνι βγήκε πρώτη και δούλεψε εκεί για ένα καλοκαίρι. Στη συνέχεια δούλεψε συνδυάζοντας το χορό και το τραγούδι, ενώ μετά από κάποιο διάστημα την κέρδισε αποκλειστικά το τραγούδι.

      Ο πατριός της Γιάννης Λαουτάρης υπήρξε ονομαστός μπουζουξής.

     Στα 13 της χρόνια έκανε την 1η δισκογραφική της δουλειά με το τραγούδι του Στ. Χρυσίνη «Με την κοπέλα π αγαπώ». Εν συνεχεία έκανε πάρα πολλές δισκογραφικές δουλειές σε συνεργασία με όλους τους μεγάλους συνθέτες.

     Τα τραγούδια της είναι γνωστά και διαχρονικά, κάποια από αυτά: "Άνθρωποι είμαστε ", "Αναμνήσεις", "Ατάκα κι επί τόπου", "Παληκάρια", "θέλω τα όπα μου", "Το μωρό", και πολλά άλλα.

    Έχει πάρει βραβείο 1ης γυναικείας ερμηνείας, (1ης αντρικής ερμηνείας είχε πάρει ο Γ. Πάριος) -από τον Κερκυραϊκό σύλλογο στην απονομή που έγινε στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά.

     Στον κινηματογραφικό χώρο έχει πρωταγωνιστήσει σε 8 ταινίες με τους: ΜΑΝΟ ΚΑΤΡΑΚΗ, ΤΟΛΗ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΟ, ΠΑΝΤΕΛΗ ΖΕΡΒΟ, ΜΑΡΙΑ ΦΩΚΑ, ΚΩΣΤΑ ΚΑΚΑΒΑ, ενώ έχει συμμετάσχει σε πολλές άλλες ελληνικές ταινίες.

                   

                                                                                       Βασίλης  Κουτουζής

                                                                                  Δημοσιογράφος ερευνητής

                                                                                                                         2009

© KOUTOUZIS.GR  Αναδημοσίευση  επιτρέπεται μόνο με αναφορά στην πηγή  www.koutouzis.gr .

 

 Κεντρική σελίδα