Αισθηματικό  διήγημα

   

                    ΠΕΡΙΜΕΝΕ   ΜΕ   ΑΓΑΠΗ  ΜΟΥ  ΘΑΡΘΩ….

 

     Ο ήσυχος όρμος του Νεώριου, ύστερα  από τόσα χρόνια που έλειπα στα ξένα, δεν άλλαξε καθόλου. Η ζωή του, το χρώμα του, έμειναν ίδια. Οι ψαρά­δες, τα απλωμένα δίχτυα, το ταβερνά­κι. Μόνο που είναι φρεσκοσοβαντισμένο. Πέρα στο βάθος, όπως πάντα, ένα βαρκάκι με κατάλευκο πανί αναδεύε­ται πάνω στα  απαλά κυματάκια. Πιο κει, δεμένα στο μουράγιο, μερικά κότε­ρα — μαζί με το δικό μου — κι' απέναν­τι δυο τρεις βαρκούλες, τραβηγμένες  στην άμμο, ανίκανες να ταξιδέψουν. Ο  χρόνος που πέρασε  άφησε βαριά  σημάδια και  σε  μένα και σ αυτές. Εγώ  ασπρομάλλης γέρος και κείνες με σάπια κορμιά στην αμμουδιά. Πως περνούν τα χρόνια... Μονάχα οι αναμνήσεις   μένουν να  σου  θυμίζουν πράγματα παλιά, απ' τον καιρό ξεθωριασμένα….

 

…. Ημουν παιδί τότε, δεκαεφτά χρόνων. Ζούσα με τους δικούς μου  στο  μικρό μας νησί. Πήγαινα στο γυμνάσιο, στην προτελευταία τάξη. 1956.Μόλις το τελείωνα θα πήγαινα δόκιμος στα κα­ράβια. Σε λίγα χρόνια  θα γινόμουνα καπετάνιος. Θα όργωνα τις θάλασσες με το καράβι μου, και τα κύματα θα ήταν οι παλμοί της καρδιάς μου…..

…..Τότε ήταν που γνώρισα εκείνη. Μι­κρούλα, δεκαπέντε χρόνων. Μαθήτρια κι' αυτή του Γυμνασίου. Γνωριστήκαμε σ ένα πανηγύρι που γινόταν πιο  έξω από την πόλη. Ήταν  το πανηγύρι της Παναγίας της  Ελεούσας. Ο κόσμος εκείνη την χρονιά ήταν πολύς.

       Αλλοι  έπαιζαν  στις  ρουλέτες, άλλοι αγόραζαν παιχνίδια κι' άλλοι παρακολουθούσαν τους οργανοπαίκτες.

       Εμείς — εγώ και κείνη— είχαμε σταθεί  πλάι-πλάι και βλέπαμε τις παρά­ξενες γκριμάτσες ενός κλόουν.  Η  ………...τίτσα– έτσι  την έλεγαν— συνοδευόταν  από  την αδελφή της. Σε  μια στιγμή  γύρισε  και της είπε:

— Πως γελάει αυτός!

— Γελάει κανείς όταν είναι ευτυχισμένος, μπήκα στη μέση εγώ, σαν να είχε ρωτήσει εμένα.

     Δεν παραξενεύτηκε για την τόλμη μου   και απάντησε:

- Και  πώς μπορεί νάνε κανείς  ευτυχισμένος;

—  Οταν αγαπάει και αγαπιέται, της είπα.

     Φαίνεται  πως  κατάλαβε που το  πήγαινα και   μου απάντησε:

—  Εγώ  δεν έχω αγαπήσει. Εσύ;

— Ετυχε ν' αγαπήσω κάποια, κάπο­τε. Μα όταν της το είπα γέλασε κι  έφυγε  μακριά μου.

— Ήταν όμορφη; με ρώτησε.

       Τότε βρήκα την ευκαιρία να την κομπλιμεντάρω: 

—  Οχι πιο όμορφη από εσένα!

      Χαμογέλασε με παιδική φιλαρέσκεια ενώ εγώ συνέχιζα:

—  Ή καρδιά της ήταν όμως από πέτρα. Εχεις και συ τέτοια καρδιά;

—  Εγώ... δεν ξέρω...  Εσύ  τι λες;

— Πρέπει να παραδεχτώ πως δεν της μοιάζεις καθόλου. Εσύ μπορείς να με καταλάβεις, της είπα και την κοί­ταξα βαθιά στα μάτια. Κι είδα μέσα τους να διαγράφεται μια παιδιάστικη χαρά, μια ελπίδα. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, είπε  στην  αδελφή της πως θα προτιμούσε  να κάνει έναν περίπατο μέσα στον κόσμο. Φυσικά θα την συνόδευα. Ή αδελφή της, θέλοντας να μας διευκολύνει, προτίμησε να φύγει. Και μόνοι προχωρήσαμε μέσα στο πλήθος, για να βρεθούμε λίγο αργότερα πιασμένοι χέρι-χέρι, ανάμεσα στα δένδρα, μακριά από τον κόσμο, δίνοντας ο ένας στον άλλο μυστικές υποσχέσεις….

 

             Τότε  αντέδρασε  στα  σχέδιά μου

 

     ….  Έτσι άρχισε η αγάπη μας, αγνή και όμορφη. Κάπου - κάπου, αρκετά συχνά, συναντιόμαστε και πλάθαμε μα­ζί τα όνειρά μας.

           Αυτό κράτησε ως την ήμερα που τελείωσα το γυμνάσιο και έφτασε η ώρα του επαγγελματικού   προσανατολισμού   μου.

            Τότε έφερε μεγάλη αντίδραση  στα  σχέδιά μου. Δεν  ήθελε να γίνω ναυτι­κός, να φύγω μακριά της. Μα μπροστά στην επιμονή μου δέχτηκε. Και για να με διαβεβαιώσει  για την αγάπη της μου αφιέρωσε ένα απλό ποιηματάκι που μιλούσε πονεμένα, μέσα από  την  κοριτσίστικη καρδούλα της.

           Στενοχωρήθηκα λίγο, τότε, αλλά οι πόθοι μου μ' έστειλαν μακριά της. Άποχαιρέτησα αυτήν και τους δικούς μου  και  ξανοίχτηκα στα ξένα.

            Μονάχα σα βρέθηκα στο  πέλαγος κατάλαβα πόσο μου έλειπε. Τη  σκέφτηκα μόνη, πίσω από το παράθυρό της, με τη σκέψη της αφιερωμένη σε  μένα και την ελπίδα να γυρίσω  στο νησί…..Δεν μπόρεσα να μη δακρύσω τότε……

         Μα καθώς οι μέρες κυλούσαν, το κύμα κι' η δουλειά στο  βαπόρι, μ' έκαναν να συνηθίσω. Επειτα, κάθε είκοσι με εικοσιπέντε μέρες έπαιρνα γράμμα της, πολλές φορές και δύο και τρία μαζί.

         Μου έγραφε πως μ' αγαπά και με περιμένει πάντα. Κάποτε όμως σταμάτησε να μου γράφει. Εγραψα σ ένα φίλο μου στο νησί, και   κείνος μ' απάν­τησε πως είχε φύγει από κει, χωρίς να ξέρει  που  πήγε. Με ξέχασε, σκέφτηκα. Πέρασαν μήνες  έτσι. Και  κάποτε  πήρα τη θλιβερή είδηση: Η αγαπημένη μου  είχε  αρρωστήσει και είχε  πεθάνει  από τύφο…..  

          Τότε  γεμάτος θλίψη,  ξεμπαρκάρισα στη  Βραζιλία. Χωμένος μέσα  στις φυτείες του καφέ,  έμεινα πολλά χρόνια, προσπαθώντας να ξεχάσω. Ή δουλειά μου  εκεί  έφερ­νε πλούτη.  Όμως, μερικά χρόνια αρ­γότερα διαπίστωσα πως είχα θυσιάσει τα νιάτα μου και την αγάπη μου  στα ξένα……. Και πήρα το δρόμο του γυρισμού…..

        …..Τώρα  σκέφτομαι τι  έκανα  πριν  από λίγο. Άγόρασα λίγα λουλούδια, πήγα  στον  τάφο της και της τα πρόσφερα. Επειτα  έσκυψα, φίλησα το χώμα του. Με είδε ασπρομάλλη γέρο και  δάκρυσε. Της έδωσα  όμως θάρρος, ψιθυρίζοντας:

—Περίμενέ με αγαπημένη μου, θάρθω!.......

 

                                                                                          ΒΑΣΙΛΗΣ  ΠΑΝ.   ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ

15-3-1961

 

   Κεντρική  σελίδα