Λουϊζα, η 17χρονη κοντέσα που πέθανε στη «ράδα»!

 

       Το καλοκαίρι του 1835, πριν ακόμα ο Πειραιάς  γίνει Δήμος, και ενώ ο Οθωνας βασίλευε στην Αθήνα, ένα δράμα ξετυλίχθηκε λίγο πιο έξω από το Λιμάνι.  Ένα δράμα που συντάραξε  όχι μόνο την τότε υψηλή κοινωνία της Αθήνας, αλλά και τον απλό κόσμο και ολόκληρη  την Ευρώπη.  Αρρώστησε και πέθανε  κατά διάρκεια της  καραντίνας του πλοίου που την έφερε απ' την Κωνσταντινούπολη, μια από τις κόρες του κόμη του  Άρμανσμπεργκ, η  Λουίζα, παντρεμένη με τον πρίγκιπα Καντακουζηνό.

     

       Ο Ιωσήφ Αρμανσπεργκ ήταν Αρχιγραμματέας της Επικράτειας, ίσον πρωθυπουργός, στα χρόνια   20/5/1835 – 2/12/1837.

         Ενώ ήταν αρχιγραμματέας, αρρώστησε η κόρη του Λουίζα, 17 ετών,   από τύφο, και μπήκε  σύμφωνα με τα ισχύοντα σε καραντίνα σε πλοίο  στη «ράδα», έξω από Λιμάνι.

         Τότε όποιος και  αν ήσουν, αν ήσουν άρρωστος,  έμπαινες στη απομόνωση.

 

      O Ιωσήφ Λουδοβίκος Κόμης του Άρμανσπεργκ 

 

      O Ιωσήφ Λουδοβίκος Κόμης του Άρμανσπεργκ  (16/28 Φεβρουαρίου 1787- 3 Απριλίου 1853) ήταν Βαυαρός πολιτικός και πρόεδρος του συμβουλίου της Αντιβασιλείας, που ορίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις να συνοδεύσει τον μέλλοντα βασιλιά Όθωνα στην Ελλάδα, και να ασκήσει εξ ονόματός του την εξουσία ως την ενηλικίωσή του.

     Το 1832 μετά από παράκληση του Βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου πατέρα του Οθωνα,  δέχθηκε να έρθει στην Ελλάδα ως μέλος της πενταμελούς Αντιβασιλείας της οποίας και του ανατέθηκε η προεδρία. Άλλα μέλη της Αντιβασιλείας ήταν ο καθηγητής Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ και ο υποστράτηγος Καρλ Βίλχελμ Έυντεκ.

      Ο Άρμανσπεργκ έφθασε στην Ελλάδα, μαζί με τον Όθωνα και τα άλλα μέλη στις 6 Φεβρουαρίου  1833 στο Ναύπλιο, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του και τις τέσσερις ωραίες κόρες του, με τη μεγαλύτερη εκ των οποίων ο Όθωνας δημιούργησε και ερωτική σχέση, επιτήδεια προστατευόμενη από την μητέρα της. Φήμες; Ποιος μπορεί να ξέρει!

      Όταν αυτό έγινε γνωστό ο Άρμανσμπεργκ κατηγορήθηκε έντονα από τους πολιτικούς του αντιπάλους για προσβολή του Βασιλιά που παράλληλα υποκίνησε το  γιατρό του στέμματος Βίτμερ, να βεβαιώσει ότι η διανοητική και οργανική ιδιοσυστασία του Όθωνα δεν επέτρεπαν γάμο, προκειμένου αυτός να παραμείνει κυρίαρχος της διοίκησης της Ελλάδας.

       Μετά την ενηλικίωση του Όθωνα ανέλαβε πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου – αρχικαγκελάριος- στις 20 Μαΐου 1835. Κατά την μετάβαση του Όθωνα στη Βαυαρία για να νυμφευθεί την Αμαλία η διακυβέρνησή του ήταν ακόμη πιο απολυταρχική. Έτσι όταν ο Όθωνας επέστρεψε συνοδευόμενος από τον Ρούντχαρτ αμέσως παύθηκε από τη θέση του το 1837 και του αξιώματός του, για κατευνασμό τόσο των Ελλήνων, όσο και εκ των έντονων, εναντίον του, διαβημάτων της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Ρωσίας, για την υπέρμετρα αγγλόφιλη πολιτική του. Ο Άρμανσμπεργκ στη συνέχεια επέστρεψε στη Βαυαρία με την οικογένειά του τον Μάρτιο του 1837 και τελώντας υπό τη δυσμένεια του στέμματος ιδιώτευε μέχρι του θανάτου του το 1853.

 

                      Η Λουϊζα  και ο Καντακουζηνός

 

      Με την Λουδοβίκα   Βέγκερ  απόκτησε τέσσερις κόρες:  τη Λουίζα 1818-1835, τη  Σάρα 1819- ;;;; ,  την  Καρολίνα 4/4/1821 – 1888 και την Μαρία   5//11/1828- 1-3-1850.

      Σε κάποια δημοσιεύματα φέρεται και ως σύζυγος της  Θηρεσία  Ουέϊτς.

      Η Λουίζα   16 χρόνων   παντρεύτηκε  τον πρίγκιπα  Μιχαήλ Καντακουζηνό. Γιο του πρίγκιπα  Αλέξανδρου  Καντακουζηνού  και  Έλληνα  πολιτικού.

      Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στο Ιάσιο και ήταν γιος του Ματθαίου Καντακουζηνού, μεγάλου βορνίκου της Μολδαβίας συμβούλου επικρατείας της Ρωσίας και γόνου της αρχοντικής Βυζαντινής οικογένειας των Καντακουζηνών, με παρακλάδια στη Ρουμανία στην Αμερική κ.α. Ο ίδιος είχε διατελέσει αυλάρχης του Τσάρου και ήρθε στην Ελλάδα το 1821 μαζί με τον Δημήτριο Υψηλάντη του οποίου ήταν σύμβουλος. Απεβίωσε το 1841 στην Αθήνα. 

       Παιδιά του ήταν οι: Ελπίδα Καντακουζηνού, σύζυγος του αντιστράτηγου Σκαρλάτου Σούτσου, Μιχαήλ Καντακουζηνός (?-1881), αξιωματικός στον ελληνικό και ρωσικό στρατό καθώς και πολιτικός στη Ρουμανία, που νυμφεύθηκε τη  Λουίζα φον Άρμανσπεργκ, κόρη του πρωθυπουργού της Ελλάδας φον Άρμανσπεργκ,  ο Δημήτριος Καντακουζηνός, αξιωματικός του ελληνικού στρατού και σύζυγος της Σοφίας-Καρολίνας φον Άρμανσπεργκ, αδερφής της Λουίζας, με την οποία όμως χώρισε αργότερα, Ματθαίος Καντακουζηνός, αγωνιστής του 21΄, και ο Αλέξανδρος Καντακουζηνός (1813-1884, ανώτατος δικαστικός υπάλληλος στο Βουκουρέστι και υπουργός εξωτερικών της Ρουμανίας.

 

                Το   Μέγαρο Βλαχούτση  

 

        Η οικογένεια Αρμανσπεργκ  εγκαταστάθηκε στο Μέγαρο Βλαχούτση  στην αρχή της οδού Πειραιώς στην Αθήνα που ανήκε στον πρωτοσπαθάριο της Βλαχίας Δ. Βλαχούτση. Είναι από τα πιο αξιόλογα σπίτια που χτίστηκαν στα πρώτα οθωνικά χρόνια. Η ανέγερσή του χρονολογείται στο έτος 1834. Αρχικά εκεί ήταν να γίνουν τα ανάκτορα.

        Το μέγαρο Βλαχούτση αποτελείται από δυο συνεχόμενα οικοδομήματα με απλή αρχιτεκτονική δόμηση. Στα χρόνια της χρησιμοποίησής του από τους Αρμανσπεργκ  είχε γίνει το κέντρο της κοσμικής κίνησης στην οθωνική Αθήνα, όπου δίνονταν περίφημοι χοροί και δεξιώσεις.

        Ο Ρώσος Βλαδίμηρος Δαβίδοβ, αρχιτέκτονας και μέλος της Ακαδημίας Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης,  στις  «Οδοιπορικές Σημειώσεις» του, αρχές του 1835, δίνει μια ενδιαφέρουσα περιγραφή ενός χορού στο μέγαρο Βλαχούτση.

     «Χθες εσπέρας ο καγκελλάριος είχε πολυπληθή εσπερίδα ως συνήθως έχει τοιαύτας δις της εβδομάδος. Αι αίθουσαι έγεμον κυρίων και κυριών. Εκ των ανακτόρων μέχρι της οικίας του κόμιτος Αρμανσπέργου κατεσκευάσθη λεωφόρος αμαξητή...Σχεδόν άπασα η ομήγυρις συνίστατο εκ διπλωματών Βαυαρών και Ελλήνων. Μεταξύ των τελευταίων διεκρίνετο  Νικηταράς  ο Τουρκοφάγος και έταιροι γνωστοί εκ της ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως...Ωσαύτως λίαν περίεργον είναι να διέλθη τις μίαν εσπερίδα παρά τω Ελλήνι καγκελλαρίω, εάν επιθυμεί να λάβει μικράν τουλάχιστον ιδέαν περί της ποικιλίας της εγχωρίου κοινωνίας».

     Στα νεότερα χρόνια, το μέγαρο Βλαχούτση έγινε Πολυτεχνική Σχολή και αργότερα στέγασε το Ωδείο Αθηνών από το 1871 μέχρι το 1976.

 

                              Το τέλος της   Λουίζας

 

     Όπως είπαμε στη αρχή  η Λουίζα αρρώστησε. Ο πατέρας  της δεν μπόρεσε να βοηθήσει καθόλου. Στο θέμα της καραντίνας οι κανονισμοί ήταν αυστηροί και δε γίνονταν εξαιρέσεις ούτε για επώνυμα άτομα.

    Τελικά πέθανε. το καλοκαίρι του 1835, στο πλοίο που βρισκόταν έξω από το Λιμάνι του Πειραιά, στη διάρκεια της  καραντίνας του πλοίου που την είχε  φέρει από την Κωνσταντινούπολη.

     Ο θάνατός της προκάλεσε καθολική συγκίνηση στην  υψηλή κοινωνία της Αθήνας,  στον απλό κόσμο, στην Ευρώπη. Γιατί ήταν νέα  αλλά πάνω απ όλα καλός άνθρωπος.

 

                               

                                                                                                       Φωτο    Λίζας Μιχελή

      Η πανέμορφη Λουίζα  τάφηκε πάνω στην Ψυττάλεια όπου έθαβαν όσους πέθαιναν από μολυσματική ασθένεια. Ως τελευταία υπήρχαν εκεί   το επιβλητικό μνήμα της Λουίζας, κόρης του αντιβασιλιά Αρμανσπεργκ, και συζύγου του πρίγκιπα  Μιχαήλ Καντακουζηνού, μερικοί τάφοι ξένων αξιωματικών του Ναυτικού, ο Φάρος και το Μνημείο του Αγνώστου Ναύτη. Ενώ κυριαρχούσαν  οι εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού που έχουν επεκταθεί σε όλη  την έκταση της νησίδας.

             

    Το  1838 εκδόθηκε βιβλίο το οποίο αναφερόταν στον   πρόωρο χαμό της κοντέσας  Λουίζας Armansperg   της οποίας θάνατος προκάλεσε καθολικό  πένθος.

 

               Το μόνιμο μεγάλο πρόβλημα  του λιμανιού

 

      Ένα από τα  μεγάλα προβλήματα του Λιμανιού του Πειραιά  ήταν οι μολυσματικές  αρρώστιες που έφερναν  συχνά ξένοι επισκέπτες του και που συνήθως συνδύαζαν  ταξίδι στην Ανατολή με επίσκεψη και στην Ελλάδα. Υποχρέωσή τους σαν έφθαναν αποτελούσε η «κάθαρση», η υποχρεωτική παραμονή στο λοιμοκαθαρτήριο, το οποίο ήταν υποτυπώδες ή δεν υπήρχε καθόλου. Ετσι γινόταν απομόνωση πάνω στα πλοία. Η προστασία από τις αρρώστιες που ενδημούσαν σε λιμάνια όπως η Σμύρνη  και η Κωνσταντινούπολη και σε άλλα λιμάνια της δυτικής Μεσογείου, ήταν από τις πρώτες μέριμνες του Κράτους, και  μάλιστα εφαρμοζόταν με μεγάλη πειθαρχία.

       Η παραμονή στο λοιμοκαθαρτήριο  ήταν  ανάλογη με το λιμάνι  προέλευσης.

      Σχετικά  η Λίζα Μιχελή στο βιβλίο της «ΠΕΙΡΑΙΑΣ - ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΡΤΟ ΛΕΟΝΕ   ΣΤΗ ΜΑΓΧΕΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ»  γράφει:

       "Από τις 19 Οκτωβρίου 1835 το Κράτος κωδικοποιεί κάπως τα σχετικά με την απολύμανση και εισπράττει και ορισμένα δικαιώματα, που τον Αύγουστο του 1836 καθορίζονται σε πενήντα λεπτά το άτομο για το δικαίωμα παραμονής σε κοινό θάλαμο και 3 δραχμές για ιδιαίτερο δωμάτιο στο χώρο της καραντίνας. Το πλοίο που παραμένει σε καραντίνα πληρώνει επίσης για φύλακτρα 1 ,50 δρχ. την ημέρα.

       Η απολύμανση επεκτείνεται και στα αντικείμενα:

     «Τα γράμματα και άλλα χαρτιά θέλουν καπνίζεσθαι παρά του υγειονόμου, και θέλουν πληρόνει δι έκαστον κομμάτιον ανά λεπτά δέκα· όταν ήναι χρεία να καπνισθώσι φορέματα επιβατών, θέλουν πληρόνει δι' αυτά έκαστος δραχμήν μίαν.

     Ή διοριζόμενη τιμή εις το εδαφ. 6 στοιχ. β ' του από 19 Όκτωβρίου 1835 διατάγματος δια το κάπνισμα των πραγ­ματειών εφαρμόζεται καί εις όλα τα άλλα είδη του καθα­ρισμού, είτε δι' αερίσματος, είτε δια πλύσεως».

       

          1835 Το Τελωνείο, η Δογάνα                                               Πειραιάς 1840

      Για να καλυφθούν οι ανάγκες της καραντίνας, το Μάιο του 1837 αποφασίζεται να μετασκευασθεί το μισό από το κτίριο της «Διαμετακομίσεως» ( το Τελωνείο) σε προσωρινό λοιμοκαθαρτήριο.

       Ο αυστριακός περιηγητής  Τζ. Σαλτσμπάχερ που φτάνει στον Πειραιά το καλοκαίρι του χρόνου εκείνου 1837, περνάει την πρώτη νύχτα της καραντίνας του σε μια παράγκα που χρησιμοποιούσαν οι χτίστες της περιοχής - και τρομάζει από τους σκορπιούς που κάνουν την εμφάνιση τους εκεί το βράδυ.

      Κατορθώνει όμως, με τις διασυνδέσεις που διαθέτει, να πάει στο καινούργιο Λαζαρέτο. Εκείνος κι η συντροφιά του είναι οι πρώτοι που το εγκαινιάζουν, την πρώτη Κυριακή μετά τη ν άφιξη τους. Από κει - όπως γράφει - απολαμβάνει το υγρό πεδίο της μάχης της Σαλαμίνας για μια ολόκληρη βδομάδα...

      Μετά από έντεκα, συνολικά, μέρες καραντίνας, παίρνουν πιστοποιητικό εξόδου, ο Σαλτσμπάχερ  όμως απορεί γιατί οι αποσκευές τους δεν έχουν απολυμανθεί. (Φαίνεται πως κάποτε - κάποτε η εφαρμογή των κανονισμών χωλαίνει).

      Καθώς τα χρόνια περνούν, η κατάσταση βελτιώνεται.

     Τα δωμάτια είναι καθαρότερα, διαθέτουν στρώματα, καρέκλες, τραπέζι. Αν κανείς θέλει, έχει τη δυνατότητα να ζητήσει και περισσότερα έπιπλα. Εκεί κοντά βρίσκεται και εστιατόριο που προσφέρει αναψυκτικά.

      Ο γιατρός εξετάζει τακτικά, από σχετική απόσταση βέβαια, τους «καθαριζόμενους». Συχνά μένουν στην καραντίνα υποχρεωτικά, κι οι εκπρόσωποι των αθηναϊκών ξενοδοχείων - που περιμένουν για να οδηγήσουν τους πελάτες τους στην πόλη μετά το τέλος της.

       Οι τοίχοι των δωματίων του λοιμοκαθαρτηρίου είναι γεμάτοι από  γραφές των «εγκλείστων», κι όσοι διαθέτουν ταλέντο τους εικονογραφούν... Για τις πολλές ώρες της αναγκαστικής απραξίας υπάρχει και αυλή ανοιχτή προς τη θάλασσα - για τους ερασιτέχνες ψαράδες.

      Ο χρόνος της καραντίνας χρησιμοποιείται επίσης από άλλους για να «ξαναπεράσουν» μια φορά τους αρχαίους συγγραφείς, προτού πατήσουν την αττική γη.

      Τα πράγματα δυσκολεύουν, φυσικά, σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, όπως λ.χ. αργότερα, στα 1854, τον καιρό της επιδημίας χολέρας, οπότε το Λαζαρέτο ήταν γεμάτο από Γάλλους στρατιώτες.

      Ο ταξιδιώτης Μ.Β. Φολτιέρ διατηρεί  ζοφερές αναμνήσεις ακριβώς από εκείνη την εποχή. Έρχεται από  την Κωνσταντινούπολη και οφείλει να μείνει στην απομόνωση  έξι μέρες.

      Σε μια έρημη παραλία υπάρχουν μόνο πέντε παράγκες  όπου προσφέρονται τάβλες δίχως σκεπάσματα  αντί για κρεβάτι, κι η υπόλοιπη επίπλωση αποτελείται μόνο από  ένα τραπέζι με μια στάμνα επάνω του.

     Τα πάντα πρέπει να 'ρθουν εκεί από τον Πειραιά.  Οι φύλακες είναι πολύ αυστηροί κι απομακρύνονται  φοβισμένοι μήπως και τους αγγίξεις.

      Αν προτιμάς, μπορείς βέβαια να κάνεις την καραντίνα σου και σ' ένα εγκαταλειμμένο πλοίο, το μπρίκι «Ορφέας», όπου όμως πρέπει να κοιμηθείς χάμω μέσα στην καμπίνα - μια και δεν υπάρχουν κρεβάτια.

     Οι βαρκάρηδες με τα κόκκινα φέσια περιμένουν  σε μακρινή  απόσταση μέχρι να τελειώσει ο υγειονομικός έλεγχος, και μόνο τότε πλησιάζουν για να σε παραλάβουν.

      Τα μέτρα αυτά δεν είναι καθόλου υπερβολικά. Αλλ και μ' όλες τις προφυλάξεις, μικρές επιδημίες σημειώνονται κατά καιρούς στην περιοχή της Αθήνας και  τον Πειραιά, όπως η επιδημία τύφου του 1835. Ενδημική εξάλλου ήταν η ελονοσία, που θέρισε τους  Βαυαρούς που δούλευαν στην κατασκευή του δρόμου Αθήνας - Πειραιά".

                    

                     Το λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου

 

      Οι συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες οδήγησαν το 1863 στη δημιουργία λοιμοκαθαρτηρίου στο νησάκι του Αγίου Γεωργίου  στο στενό  Περάματος – Σαλαμίνας.

                                                      

      Τα κτίσματα  φαίνονται και σήμερα στο κεντρικό και νότιο τμήμα του νησιού.  

     Η εφημερίδα "Καθημερινή" σε παλιό φύλλο της σχετικά με τον Πειραιά αναφέρει:
      "Στο Λοιμοκαθαρτήριο, οι επιβάτες των πλοίων που προέρχονταν από ορισμένα λιμάνια του εξωτερικού, υφίσταντο ολιγοήμερη υποχρεωτική καραντίνα. Δυστυχώς, δεν έχουν διασωθεί στοιχεία για τη μορφή του κτιρίου. H ανεπάρκεια αποθηκευτικών χώρων όμως στο ολοένα αναπτυσσόμενο λιμάνι, είχε ως αποτέλεσμα, το κτίριο αυτό να μεταβληθεί, το 1863, σε αποθήκη εμπορευμάτων, ενώ το Λοιμοκαθαρτήριο μεταφέρθηκε στο έρημο νησί του Aγ. Γεωργίου, στο στενό της Σαλαμίνας."

Το 1865 μετατράπηκε σε Υγειονομικό Φυλάκειο και, σύμφωνα με την εντοιχισμένη ενεπίγραφη στήλη, κατασκευάστηκαν η αποβάθρα, οι δρόμοι και ανακαινίστηκε η εκκλησία του Αγ. Γεωργίου.

 Εκεί αντιμετωπίστηκαν κρούσματα χολέρας και χιλιάδες άνθρωποι πέρασαν τη διαδικασία της κάθαρσης. Ενδεικτικά αναφέρεται πως το 1884 10 ιστιοφόρα, 25 ατμόπλοια και 1239 επιβάτες, υπέστησαν κάθαρση. Αντιμετωπίστηκαν επίσης οι επιδημίες του 1892, του 1900, του 1911 και του 1913. Μετά τη Ρωσική Επανάσταση (1917) δέχθηκε προσφυγικούς ελληνικούς πληθυσμούς, ενώ από την επόμενη χρονιά αντιμετώπισε τμηματικά 6.500 στρατιώτες του Δ´ Σώματος Στρατού που είχαν παραδοθεί στους Γερμανούς και μεταφερθεί στο Görlitz και μετά τη λήξη του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου επέστρεψαν στην Ελλάδα. Το 1924 δέχτηκε σταδιακά πάνω από 100.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες για κάθαρση. Το 1939-40 κατασκευάστηκαν νέα κτίρια στην ανατολική άκρη της νήσουό - το σημερινό φυλάκιο του Π.Ν. Κατά τη γερμανική κατοχή 1940-44 χρησιμοποιήθηκε ως κατάλυμα του ανώτατου στρατιωτικού προσωπικού. Μετά την αποχώρηση (12-10-1944), οι εγκαταστάσεις του λεηλατήθηκαν. Το τελευταίο κρούσμα χολέρας που αντιμετώπισε ήταν το 1947.  Σήμερα το έχει σαν αποθήκες το Πολεμικό Ναυτικό.

Αξίζει να αναφερθεί πως το λοιμοκαθαρτήριο επισκέφθηκε για μια μέρα η γνωστή συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα. Σύμφωνα με το ημερολόγιό της που αναφέρεται στα παιδικά της χρόνια, καταγράφονται από την ίδια οι εντυπώσεις της από τον Αγ. Γεώργιο, όταν αναγκάστηκε με μέλη της οικογενείας της να έρθουν στην Αθήνα, αφού στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου διέμεναν, είχαν ξεσπάσει πάμπολλα κρούσματα χολέρας. Το περιστατικό που παρουσιάζει η Π. Δέλτα έγινε   το καλοκαίρι του 1883:

«Οι ταξιδιώτες που έφθαναν στην Ελλάδα από την Αίγυπτο, έπρεπε να πανε στον Άη-Γιώργη της Σαλαμίνας όπου ήταν το λοιμοκαθαρτήριο, κι έμεναν 21 μέρες, και αν τύχαινε κανένα κρούσμα χολέρας στο μεταξύ ανάμεσα στους ταξιδιώτες έπρεπε να μείνουν άλλες 21 μέρες. Η εγκατάσταση του λοιμοκαθαρτηρίου ήταν ελεεινή. Η μητέρα δεν μπόρεσε ν’ αποφασίσει να πάμε κει να κάνομε κάθαρση. Ενοικίασε ο πατέρας τηλεγραφικώς ένα βαποράκι της εταιρίας του Γουδή, και περάσαμε από το βαπόρι της γραμμής στο πλοίο του Γουδή, όπου εγκατασταθήκαμε σε καμπίνες και κοκέτες».

      Τα κατοπινά χρόνια λειτούργησε ως Παράρτημα του Δημόσιου Ψυχιατρείου. Με τη λειτουργία αυτή είναι περισσότερο γνωστό το νησί του Αγ. Γεωργίου και έρχεται σε δεύτερη μοίρα  η υπόλοιπη σημαντική προσφορά του ως Λοιμοκαθαρτηρίου στη νεότερη ελληνική ιστορία.

        Παρόμοια αποστολή έχει σήμερα το νοσοκομείο των λοιμωδών νόσων, που βρίσκεται στην Αγία Βαρβάρα των Αθηνών. 

       Το 1967 παραχωρήθηκε από το Δημόσιο στο Ναύσταθμο και το 1982 συνδέθηκε μ’ αυτόν με ισχυρή επιχωμάτωση.

     Σήμερα, το νησί του Αγ. Γεωργίου είναι έρημο. Τα οικήματα, παρά την παλαιότητά τους (1865), διατηρούνται σε αρκετά καλή κατάσταση.  

         Πρόσφατα, κατά τη διάνοιξη δρόμου στα βόρεια του νησιού εντοπίστηκε ομαδική ταφή. Αυτή χρειάζεται να συνδεθεί με την εγκατάσταση κλιβάνου απολύμανσης των νεκρών από χολέρα.

 

                                                                                     Βασίλης  Κουτουζής

                                                                                Δημοσιογράφος ερευνητής

                                                                                                                    16-12-10

 

Πηγές

* Βικιπαίδεια, Ελληνικές και  ξένες δημοσιεύσεις.

* Βλαδίμηρος Δαβίδοβ: "Οδοιπορικαί Σημειώσεις...",  

* Βιρβίλης Αντώνης: «Το λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου Σαλαμίνας»

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:  Δεκτή κάθε πληροφορία που μπορεί να τροποποιήσει   ή να συμπληρώσει προς  το καλύτερο  το παρόν άρθρο.

 

 © KOUTOUZIS.GR  Αναδημοσίευση  επιτρέπεται μόνο  με  αναφορά στην πηγή  www.koutouzis.gr .

 

Κεντρική σελίδα